Από τις πλέον αντιαναπτυξιακές επιλογές η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών
Παρ’ όλη την προ διετίας μείωση των εισφορών κατά 3,9 ποσοστιαίες μονάδες, το μη μισθολογικό......
Παρ’ όλη την προ διετίας μείωση των εισφορών κατά 3,9 ποσοστιαίες μονάδες, το μη μισθολογικό......
κόστος στην Ελλάδα είναι από τα υψηλότερα της Ευρώπης. Η συζήτηση για εκ νέου αύξηση των εισφορών εργοδοτών και εργαζομένων τορπιλίζει περαιτέρω την αναπτυξιακή προσπάθεια, δηλαδή το εργαλείο για τη βιωσιμότητα του κοινωνικού κράτους.
Μόνο 3 χώρες στην ΕΕ έχουν υψηλότερες εισφορές σε επίπεδο φόρων και εισφορών, ως ποσοστό των μισθών, από αυτές που είχε η Ελλάδα το 2014. Οι ασφαλιστικές εισφορές στην Ελλάδα ξεπερνούν αυτές σε Ολλανδία, Φινλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία και Ιταλία, την ώρα που η συντριπτική πλειοψηφία των υπολοίπων χωρών της ΕΕ δεν αντιμετωπίζει ασφαλώς ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων και αντιθέτως χαρακτηρίζεται από χαμηλότερη γραφειοκρατία και υψηλότερη εμπιστοσύνη από τις αγορές. Το μη μισθολογικό κόστος στην Ελλάδα διακρίνεται άλλωστε για τη χαμηλή του ανταποδοτικότητα.
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα εργοδότη ο οποίος επιθυμούσε να ανταμείψει έναν σκληρά εργαζόμενο υπάλληλο και αύξησε τον μικτό μηνιαίο μισθό του από τις €2.500 στις €3.500. Η αύξηση αυτή κόστισε €1.246 στον εργοδότη, ο εργαζόμενος έλαβε επιπλέον καθαρές αποδοχές €396 και το κράτος εισέπραξε επιπλέον έσοδο €850.
Δηλαδή το 68,2% της αύξησης κατέληξε στο κράτος.
Στην περίπτωση παντρεμένου μισθωτού με αποδοχές ίσες με 167% του μέσου μισθού και 2 παιδιά (μικτές αποδοχές με όλες τις εισφορές, €2.400 το μήνα), η Ελλάδα του αφαιρεί σχεδόν το 60% του μισθού σε φόρους και εισφορές, δηλαδή σχεδόν 20 ποσοστιαίες μονάδες περισσότερο από τη Γερμανία. Τον επιβαρύνει σχεδόν 70% περισσότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
Οι τομείς έρευνας εργοδοτικών οργανώσεων όπως ο ΣΕΒ και η ΕΣΕΕ, οι οποίοι χθες συμφώνησαν με τον πρωθυπουργό στο ενδεχόμενο αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών κατά 1-1,5%, έχουν τεκμηριώσει τον αρνητικό αντίκτυπο του υψηλού μη μισθολογικού κόστους στις αποδοχές και την απασχόληση. Οι ασφαλιστικές εισφορές στην Ελλάδα είναι ανάμεσα στις υψηλότερες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ.
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, ο οποίος συμφώνησε με την κυβέρνηση στο ενδεχόμενο αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών κατά 1-1,5%, «η μείωση των εισφορών από 1/7/2014 κατά 3,9 π.μ. (2,9 π.μ. στους εργοδότες και 1,1 π.μ. στους εργαζομένους) ήταν ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που οδήγησαν την οικονομία σε ανάκαμψη (1,4% αύξηση του ΑΕΠ το β’ εξάμηνο του 2014), με αντίστοιχη βελτίωση της απασχόλησης (κατά 1,6% στο β’ εξάμηνο του 2014) και των πραγματικών μισθών (κατά 2,4% και 4,1% στο 3ο και 4ο τρίμηνο του 2014 αντιστοίχως)».
Σύμφωνα με την ΕΣΕΕ, η οποία επίσης συμφώνησε με την κυβέρνηση στο ενδεχόμενο αύξησης των εισφορών, «οι αγορές εργασίας που χαρακτηρίζονται από μεγάλο μη μισθολογικό κόστος δεν λειτουργούν αποδοτικά αφού το κόστος αυτό αποτελεί στην ουσία μία στρέβλωση στην ομαλή λειτουργία της αγοράς».
Στο πλαίσιο αυτό, το 2012 τόνιζε ότι μια «μείωση κατά 10% του μη μισθολογικού κόστους, σημαίνει μείωση της συνολικής ετήσιας μισθολογικής δαπάνης των επιχειρήσεων κατά 2 δις» και τασσόταν υπέρ της «αναπλήρωσης των πόρων από τη μείωση των εισφορών με την επιβολή ενός ασφαλιστικού τέλους ύψους 1‰, επί του ετήσιου τζίρου των επιχειρήσεων που θα μπορούσε να καταβάλλεται με τις περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ, αλλά θα υπολογίζεται ως δαπάνη της επιχείρησης».
Οι υψηλές εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων συνιστούν αντικίνητρο για την πρόσληψη νέων εργαζομένων αλλά και κίνητρο για την αδήλωτη εργασία. Το μεγάλο θύμα αποτελεί τελικά η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, στο όνομα της οποίας αυξάνεται το μη μισθολογικό κόστος, καθώς περιορίζεται η οικονομική δραστηριότητα, κι έτσι μειώνεται το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών και αυξάνεται ο αριθμός των ανασφάλιστων πολιτών. Μειώνεται δε και η φορολογική βάση, άρα αυξάνονται τα δημοσιονομικά ελλείμματα και κατ’ επέκταση η υπερφορολόγηση των συνεπών φορολογουμένων.
Οι υψηλές εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων συνιστούν αντικίνητρο για την πρόσληψη νέων εργαζομένων αλλά και κίνητρο για την αδήλωτη εργασία. Το μεγάλο θύμα αποτελεί τελικά η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, στο όνομα της οποίας αυξάνεται το μη μισθολογικό κόστος, καθώς περιορίζεται η οικονομική δραστηριότητα, κι έτσι μειώνεται το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών και αυξάνεται ο αριθμός των ανασφάλιστων πολιτών. Μειώνεται δε και η φορολογική βάση, άρα αυξάνονται τα δημοσιονομικά ελλείμματα και κατ’ επέκταση η υπερφορολόγηση των συνεπών φορολογουμένων.