Τι έφταιξε ώστε μεταξύ 2008, έτος εκκίνησης της ύφεσης, και 2016, έτος επιστροφής στην.....
ύφεση, η Ελλάδα να μην μπορεί να βρει την έξοδο από τη δημοσιονομική κρίση και τα μνημόνια που τη συνοδεύουν;
Υπάρχει ένας σπουδαίος λόγος, τον οποίο μπορούμε να θεωρήσουμε «αντικειμενικό»: οι αδύναμες και παλαιωμένες δομές της ελληνικής οικονομίας και του κράτους δεν άντεξαν το βάρος της ανεπανάληπτης παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Λάθη δεκαετιών, κρυμμένα κάτω από το «πατάκι» του εύκολου δανεισμού, τα περίφημα διαρθρωτικά προβλήματα εμπόδιζαν το «φάρμακο» των μέτρων σταθεροποίησης.
Η άλλη πλευρά της εξήγησης είναι περισσότερο «υποκειμενική»: είναι το μείγμα της οριζοντίως κατανεμημένης ανεπάρκειας των πολιτικών στελεχών, της διαβρωτικής επιρροής του λαϊκισμού στην ψυχή του έθνους και βεβαίως της εμφανώς περιορισμένης δύναμης που διαθέτει το διεθνώς ανταγωνιστικό τμήμα της επιχειρηματικότητας. Λένε πως η εμπειρία είναι πολύτιμος οδηγός. Μπροστά στην κρίση όμως, φάνηκε ότι δεν είχαμε βγάλει τα σωστά συμπεράσματα από παλαιότερα επεισόδια κρίσης: υπερπληθωρισμός το 1979 με τη δεύτερη πετρελαϊκή ύφεση, συναλλαγματική κρίση το 1985, δημοσιονομική το 1989-90, χρηματιστηριακή «φούσκα» στο γύρισμα της χιλιετίας.
Το «διάλειμμα»
Επί 11 χρόνια, μεταξύ 1998 και 2009, φάνηκε ότι ίσως κάτι είχε αλλάξει. Φαινόταν ότι το ευρώ μάς προστάτευε από την απώλεια ανταγωνιστικότητας που φέρνει ο χαμηλός αλλά επίμονος πληθωρισμός. Η παγκοσμιοποιημένη αγορά χρήματος έδειχνε πρόθυμη να συγχωρεί τη δημοσιονομική κακοδιαχείριση. Οι πολιτικοί έβρισκαν τον τρόπο να κρύβουν τα ουσιαστικά προβλήματα στις πάμπολλες τσέπες του κράτους.
Με αποτέλεσμα, οι πολίτες να πιστεύουν πως «καλή κυβέρνηση» είναι όποια υπόσχεται την προστασία όλων ανεξαιρέτως των εισοδημάτων. Ειδικότερα όμως ζητείται να συντηρηθούν οι κρατικές παροχές, ακόμη κι όταν τα κρατικά έσοδα καταρρέουν, και να προστατευθούν τα «κεκτημένα δικαιώματα» έναντι του ανοιχτού ανταγωνισμού.
Υπάρχει ένα διαχρονικό γνώρισμα στη διαχείριση των κρίσεων: αναβάλλουμε το αυτονόητο. Η Ελλάδα δεν είναι το μόνο κράτος που το κάνει αυτό, αλλά είναι το μόνο που το κάνει με τόσο καταστροφικό τρόπο. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό σε όλους: η διαχείριση της οικονομικής κρίσης είναι μια, δυστυχώς ατελείωτη, σειρά χαμένων ευκαιριών.
Οι εκλογές του 2007 έγιναν για να ενισχυθεί η διακυβέρνηση και να προλάβει τη γιγάντωση του ήδη επικίνδυνου κρατικού δημοσιονομικού κενού. Ομως, ακόμη και το 2008, όταν φάνηκαν καθαρά τα σημάδια της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, καμία πρόνοια δεν ελήφθη. Το ίδιο συνέβη και το 2009 όταν τα ελλείμματα ξέφυγαν, το ΔΝΤ έδειξε την επερχόμενη καταστροφή και οι Ευρωπαίοι εταίροι μας αύξησαν την πίεση.
Το μισό 2010 πέρασε με δήθεν μέτρα. Στο άλλο μισό έτος, όταν επιτέλους οργανώθηκε η διεθνής «βοήθεια», η κυβέρνηση έπαιζε το «κρυφτούλι» με την τρόικα για να αποφύγει την εφαρμογή αντιδημοτικών μεταρρυθμίσεων και να διασωθεί στις τοπικές και περιφερειακές εκλογές. Με την κατάσταση να πηγαίνει προς το χειρότερο το 2011, δεξιά αντιπολίτευση, «Αγανακτισμένοι» και δραχμιστές πήραν το «πάνω χέρι».
Η καταστροφή ήταν τεράστια. Ομως στη διετία 2012-13 η ροή των πραγμάτων άλλαξε. «Κούρεμα» χρέους, ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών, δημοσιονομικά μέτρα, υπόσχεση αναθεώρησης του χρέους, λίγες αλλά σημαντικές διαρθρωτικές παρεμβάσεις, ανάκτηση εμπιστοσύνης στην Ευρωζώνη, αλλά και η συνεργασία των παλαιών κομμάτων, βελτίωσαν θεαματικά το μείγμα πολιτικής. Αυτή τη φορά είχαμε θετικό αποτέλεσμα.
Τα διπλά ελλείμματα μηδενίστηκαν· η ύφεση σταμάτησε ενώ εμφανίστηκαν καλές προοπτικές ανάκαμψης. Μπορούμε λοιπόν να κάνουμε τα πράγματα καλύτερα; Η περίοδος Νοεμβρίου 2011 - Ιουνίου 2014 δείχνει ότι η δυνατότητα υπάρχει και τα αποτελέσματα μπορεί να είναι εντυπωσιακά. Γνωρίζοντας τώρα όσα ακολούθησαν, φαίνεται ότι σε αυτή την περίοδο ένα πράγμα δεν άλλαξε: η πεποίθηση των πολλών για τα αίτια της κρίσης και, κυρίως, για τον τρόπο οριστικής εξόδου από αυτήν!
Πολύ συχνά η ανθοφορία κρύβει τον σπόρο της αποτυχίας. Η διολίσθηση μεταξύ Ιουνίου 2014, μετά τις ευρωεκλογές, και του ιδίου μήνα έναν χρόνο αργότερα, μέχρι το δημοψήφισμα, αντέστρεψε την ευνοϊκή συγκυρία που είχε διαμορφωθεί.
Ακόμη και μετά την υιοθέτηση του τρίτου μνημονίου η ήδη καταγεγραμμένη αναβολή, μια περαιτέρω διολίσθηση δέκα μηνών, φορτώνει νέα ζημία στις πλάτες των φορολογουμένων, διαλύει την ελάχιστη εμπιστοσύνη και δηλητηριάζει τις προοπτικές ανάκαμψης.
Η ζημία
Αυτή τη φορά, η καταστροφή θα είναι πολύ βαθιά και εντελώς αδικαιολόγητη, σε σύγκριση με κάθε προηγούμενη. Η ζημία δεν οφείλεται σε νέα μέτρα λιτότητας, ούτε μπορεί να αποδοθεί στις απαιτήσεις των δανειστών, αφού όλη αυτή την περίοδο παραμένουμε έξω από οιαδήποτε μνημονιακή συμφωνία. Ο λογαριασμός δεν γίνεται μόνον στην πλευρά αυτών που θα χαθούν λόγω επικείμενων περικοπών και φορολογίας.
Πριν ακόμη ξεκινήσουν οι επιπτώσεις της νέας λιτότητας, μετρούμε τις επιπτώσεις των χαμένων ευκαιριών. Η διεθνής και ευρωζωνική συγκυρία βελτιώθηκε. Μεγάλοι διεθνείς επενδυτές αναζητούν ευκαιρίες τοποθετήσεων από αυτές που δημιουργούνται σε οικονομίες που βγαίνουν από κρίσεις. Η ΕΚΤ προσφέρει απεριόριστη ρευστότητα για την ανάληψη επιχειρηματικών επενδύσεων. Οι συστημικές τράπεζες, ασφαλείς μετά την πλήρη ανακεφαλαιοποίηση, ήταν σε θέση να αποκτήσουν πολύτιμη ρευστότητα εφόσον έβγαζαν από πάνω τους το βάρος των κακών δανείων.
Το ελληνικό κόστος εργασίας είναι εξαιρετικά χαμηλό, ακόμη και σε ειδικότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας. Η αναδιοργάνωση του κράτους θα μπορούσε να προσφέρει ευκαιρίες εξοικονόμησης κρατικών πόρων και ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας στον τομέα των υπηρεσιών. Η ζημιά στην οικονομία, όταν γραφτεί, πάντοτε πληρώνεται. Λανθασμένες πολιτικές επιλογές, αν τις αφήσεις να πραγματοποιηθούν, δημιουργούν ζημία που θα πληρωθεί οπωσδήποτε. Η ελληνική «Αριστερά» δεν αποδέχθηκε ποτέ ότι στην οικονομία δεν υπάρχει τίποτε «τζάμπα». Δυστυχώς, αν το πρόβλημα του κρατισμού ήταν ήδη πολύ μεγάλο με τα παλαιά κόμματα, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ μεγάλωσαν να πιστεύουν σε μια μόνο αρχή: «στο κράτος η ζημιά, σε εμάς το κέρδος».
Οι ελπίδες του κ. Τσίπρα περί εκτόξευσης της οικονομίας, υπερβολικά αισιόδοξες πριν από δύο μόλις μήνες, έχουν πρακτικώς ματαιωθεί. Ακόμη κι αν, έστω την τελευταία στιγμή, απομακρυνθεί ακόμη μία αναβίωση του Grexit, το υπό διαμόρφωση πλαίσιο της νέας λιτότητας θα αποδειχθεί καταστροφικότερο όλων των προηγουμένων. Στην αρχή της κρίσης, νοικοκυριά και επιχειρήσεις είχαν ακόμη «μαξιλάρι» αποταμιεύσεων.
Ομως, η παρατεταμένη ύφεση και η επιβολή capital controls εξαφάνισαν τις αντοχές τους.
Στην οκταετία της κρίσης, η μία μετά την άλλη, όλες οι πτέρυγες της Βουλής κέρδισαν την πλειοψηφία με την ψεύτικη υπόσχεση να αντιταχθούν στην «καταστροφική πολιτική» της Επιτροπής, του ΔΝΤ, της ΕΚΤ, των δανειστών και του «νεοφιλελεύθερου Μινώταυρου».
Οταν η εξελισσόμενη τις ημέρες αυτές περιπέτεια ανυποληψίας θα έχει περάσει, ακόμη κι αν πρόκειται για την υστάτη ώρα, θα χρειαστεί να μετρηθούμε: υπάρχει πράγματι μια πλειοψηφία πολιτών που ειλικρινώς προτιμά την κοινωνική, κρατική και οικονομική οργάνωση των φιλικών προς εμάς κρατών;
Υπάρχει ένας σπουδαίος λόγος, τον οποίο μπορούμε να θεωρήσουμε «αντικειμενικό»: οι αδύναμες και παλαιωμένες δομές της ελληνικής οικονομίας και του κράτους δεν άντεξαν το βάρος της ανεπανάληπτης παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Λάθη δεκαετιών, κρυμμένα κάτω από το «πατάκι» του εύκολου δανεισμού, τα περίφημα διαρθρωτικά προβλήματα εμπόδιζαν το «φάρμακο» των μέτρων σταθεροποίησης.
Η άλλη πλευρά της εξήγησης είναι περισσότερο «υποκειμενική»: είναι το μείγμα της οριζοντίως κατανεμημένης ανεπάρκειας των πολιτικών στελεχών, της διαβρωτικής επιρροής του λαϊκισμού στην ψυχή του έθνους και βεβαίως της εμφανώς περιορισμένης δύναμης που διαθέτει το διεθνώς ανταγωνιστικό τμήμα της επιχειρηματικότητας. Λένε πως η εμπειρία είναι πολύτιμος οδηγός. Μπροστά στην κρίση όμως, φάνηκε ότι δεν είχαμε βγάλει τα σωστά συμπεράσματα από παλαιότερα επεισόδια κρίσης: υπερπληθωρισμός το 1979 με τη δεύτερη πετρελαϊκή ύφεση, συναλλαγματική κρίση το 1985, δημοσιονομική το 1989-90, χρηματιστηριακή «φούσκα» στο γύρισμα της χιλιετίας.
Το «διάλειμμα»
Επί 11 χρόνια, μεταξύ 1998 και 2009, φάνηκε ότι ίσως κάτι είχε αλλάξει. Φαινόταν ότι το ευρώ μάς προστάτευε από την απώλεια ανταγωνιστικότητας που φέρνει ο χαμηλός αλλά επίμονος πληθωρισμός. Η παγκοσμιοποιημένη αγορά χρήματος έδειχνε πρόθυμη να συγχωρεί τη δημοσιονομική κακοδιαχείριση. Οι πολιτικοί έβρισκαν τον τρόπο να κρύβουν τα ουσιαστικά προβλήματα στις πάμπολλες τσέπες του κράτους.
Με αποτέλεσμα, οι πολίτες να πιστεύουν πως «καλή κυβέρνηση» είναι όποια υπόσχεται την προστασία όλων ανεξαιρέτως των εισοδημάτων. Ειδικότερα όμως ζητείται να συντηρηθούν οι κρατικές παροχές, ακόμη κι όταν τα κρατικά έσοδα καταρρέουν, και να προστατευθούν τα «κεκτημένα δικαιώματα» έναντι του ανοιχτού ανταγωνισμού.
Υπάρχει ένα διαχρονικό γνώρισμα στη διαχείριση των κρίσεων: αναβάλλουμε το αυτονόητο. Η Ελλάδα δεν είναι το μόνο κράτος που το κάνει αυτό, αλλά είναι το μόνο που το κάνει με τόσο καταστροφικό τρόπο. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό σε όλους: η διαχείριση της οικονομικής κρίσης είναι μια, δυστυχώς ατελείωτη, σειρά χαμένων ευκαιριών.
Οι εκλογές του 2007 έγιναν για να ενισχυθεί η διακυβέρνηση και να προλάβει τη γιγάντωση του ήδη επικίνδυνου κρατικού δημοσιονομικού κενού. Ομως, ακόμη και το 2008, όταν φάνηκαν καθαρά τα σημάδια της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, καμία πρόνοια δεν ελήφθη. Το ίδιο συνέβη και το 2009 όταν τα ελλείμματα ξέφυγαν, το ΔΝΤ έδειξε την επερχόμενη καταστροφή και οι Ευρωπαίοι εταίροι μας αύξησαν την πίεση.
Το μισό 2010 πέρασε με δήθεν μέτρα. Στο άλλο μισό έτος, όταν επιτέλους οργανώθηκε η διεθνής «βοήθεια», η κυβέρνηση έπαιζε το «κρυφτούλι» με την τρόικα για να αποφύγει την εφαρμογή αντιδημοτικών μεταρρυθμίσεων και να διασωθεί στις τοπικές και περιφερειακές εκλογές. Με την κατάσταση να πηγαίνει προς το χειρότερο το 2011, δεξιά αντιπολίτευση, «Αγανακτισμένοι» και δραχμιστές πήραν το «πάνω χέρι».
Η καταστροφή ήταν τεράστια. Ομως στη διετία 2012-13 η ροή των πραγμάτων άλλαξε. «Κούρεμα» χρέους, ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών, δημοσιονομικά μέτρα, υπόσχεση αναθεώρησης του χρέους, λίγες αλλά σημαντικές διαρθρωτικές παρεμβάσεις, ανάκτηση εμπιστοσύνης στην Ευρωζώνη, αλλά και η συνεργασία των παλαιών κομμάτων, βελτίωσαν θεαματικά το μείγμα πολιτικής. Αυτή τη φορά είχαμε θετικό αποτέλεσμα.
Τα διπλά ελλείμματα μηδενίστηκαν· η ύφεση σταμάτησε ενώ εμφανίστηκαν καλές προοπτικές ανάκαμψης. Μπορούμε λοιπόν να κάνουμε τα πράγματα καλύτερα; Η περίοδος Νοεμβρίου 2011 - Ιουνίου 2014 δείχνει ότι η δυνατότητα υπάρχει και τα αποτελέσματα μπορεί να είναι εντυπωσιακά. Γνωρίζοντας τώρα όσα ακολούθησαν, φαίνεται ότι σε αυτή την περίοδο ένα πράγμα δεν άλλαξε: η πεποίθηση των πολλών για τα αίτια της κρίσης και, κυρίως, για τον τρόπο οριστικής εξόδου από αυτήν!
Πολύ συχνά η ανθοφορία κρύβει τον σπόρο της αποτυχίας. Η διολίσθηση μεταξύ Ιουνίου 2014, μετά τις ευρωεκλογές, και του ιδίου μήνα έναν χρόνο αργότερα, μέχρι το δημοψήφισμα, αντέστρεψε την ευνοϊκή συγκυρία που είχε διαμορφωθεί.
Ακόμη και μετά την υιοθέτηση του τρίτου μνημονίου η ήδη καταγεγραμμένη αναβολή, μια περαιτέρω διολίσθηση δέκα μηνών, φορτώνει νέα ζημία στις πλάτες των φορολογουμένων, διαλύει την ελάχιστη εμπιστοσύνη και δηλητηριάζει τις προοπτικές ανάκαμψης.
Η ζημία
Αυτή τη φορά, η καταστροφή θα είναι πολύ βαθιά και εντελώς αδικαιολόγητη, σε σύγκριση με κάθε προηγούμενη. Η ζημία δεν οφείλεται σε νέα μέτρα λιτότητας, ούτε μπορεί να αποδοθεί στις απαιτήσεις των δανειστών, αφού όλη αυτή την περίοδο παραμένουμε έξω από οιαδήποτε μνημονιακή συμφωνία. Ο λογαριασμός δεν γίνεται μόνον στην πλευρά αυτών που θα χαθούν λόγω επικείμενων περικοπών και φορολογίας.
Πριν ακόμη ξεκινήσουν οι επιπτώσεις της νέας λιτότητας, μετρούμε τις επιπτώσεις των χαμένων ευκαιριών. Η διεθνής και ευρωζωνική συγκυρία βελτιώθηκε. Μεγάλοι διεθνείς επενδυτές αναζητούν ευκαιρίες τοποθετήσεων από αυτές που δημιουργούνται σε οικονομίες που βγαίνουν από κρίσεις. Η ΕΚΤ προσφέρει απεριόριστη ρευστότητα για την ανάληψη επιχειρηματικών επενδύσεων. Οι συστημικές τράπεζες, ασφαλείς μετά την πλήρη ανακεφαλαιοποίηση, ήταν σε θέση να αποκτήσουν πολύτιμη ρευστότητα εφόσον έβγαζαν από πάνω τους το βάρος των κακών δανείων.
Το ελληνικό κόστος εργασίας είναι εξαιρετικά χαμηλό, ακόμη και σε ειδικότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας. Η αναδιοργάνωση του κράτους θα μπορούσε να προσφέρει ευκαιρίες εξοικονόμησης κρατικών πόρων και ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας στον τομέα των υπηρεσιών. Η ζημιά στην οικονομία, όταν γραφτεί, πάντοτε πληρώνεται. Λανθασμένες πολιτικές επιλογές, αν τις αφήσεις να πραγματοποιηθούν, δημιουργούν ζημία που θα πληρωθεί οπωσδήποτε. Η ελληνική «Αριστερά» δεν αποδέχθηκε ποτέ ότι στην οικονομία δεν υπάρχει τίποτε «τζάμπα». Δυστυχώς, αν το πρόβλημα του κρατισμού ήταν ήδη πολύ μεγάλο με τα παλαιά κόμματα, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ μεγάλωσαν να πιστεύουν σε μια μόνο αρχή: «στο κράτος η ζημιά, σε εμάς το κέρδος».
Οι ελπίδες του κ. Τσίπρα περί εκτόξευσης της οικονομίας, υπερβολικά αισιόδοξες πριν από δύο μόλις μήνες, έχουν πρακτικώς ματαιωθεί. Ακόμη κι αν, έστω την τελευταία στιγμή, απομακρυνθεί ακόμη μία αναβίωση του Grexit, το υπό διαμόρφωση πλαίσιο της νέας λιτότητας θα αποδειχθεί καταστροφικότερο όλων των προηγουμένων. Στην αρχή της κρίσης, νοικοκυριά και επιχειρήσεις είχαν ακόμη «μαξιλάρι» αποταμιεύσεων.
Ομως, η παρατεταμένη ύφεση και η επιβολή capital controls εξαφάνισαν τις αντοχές τους.
Στην οκταετία της κρίσης, η μία μετά την άλλη, όλες οι πτέρυγες της Βουλής κέρδισαν την πλειοψηφία με την ψεύτικη υπόσχεση να αντιταχθούν στην «καταστροφική πολιτική» της Επιτροπής, του ΔΝΤ, της ΕΚΤ, των δανειστών και του «νεοφιλελεύθερου Μινώταυρου».
Οταν η εξελισσόμενη τις ημέρες αυτές περιπέτεια ανυποληψίας θα έχει περάσει, ακόμη κι αν πρόκειται για την υστάτη ώρα, θα χρειαστεί να μετρηθούμε: υπάρχει πράγματι μια πλειοψηφία πολιτών που ειλικρινώς προτιμά την κοινωνική, κρατική και οικονομική οργάνωση των φιλικών προς εμάς κρατών;
ΜΠΑΜΠΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Πηγή: kathimerini.gr
Πηγή: kathimerini.gr
Newsroom MykonosTicker