Η απάντηση στις συνεχείς απαιτήσεις των δανειστών-Οι δυσκολίες, οι υπουργοί που θέλουν ρίξει και η κινητικότητα στις ΗΠΑ με τα σενάρια «συγκατοίκησης» με τον Κυριάκο Μητσοτάκη.......
Με εκλογές σκέφτεται να απαντήσει η κυβέρνηση στις πιέσεις και τους εκβιασμούς των δανειστών για την εφαρμογή νέων μέτρων, πέρα από όσα περιλαμβάνει η συμφωνία του περασμένου Ιουλίου.
Καθώς όλα δείχνουν ότι τα επόμενα εικοσιτετράωρα θα ολοκληρωθεί ο κύκλος των διαπραγματεύσεων με τα μέτρα των 5,4 δισεκατομμυρίων ευρώ και την παράλληλη εκταμίευση της δόσης για να λειτουργήσει η ελληνική οικονομία, η κυβέρνηση ετοιμάζεται για καινούργιο κύκλο συζητήσεων με τους δανειστές, που, όπως φάνηκε στο χθεσινό Eurogroup, θα είναι πολύ πιο δύσκολος και επώδυνος από τη στιγμή που το ΔΝΤ και οι εταίροι επιμένουν στην επιβολή ενός νέου -ουσιαστικά- Μνημονίου.
Ο εφιάλτης της κυβέρνησης, πέρα από τα προληπτικά μέτρα ύψους 3,6
δισ. ευρώ (σ.σ.: ποσοστό 2% του ΑΕΠ), γίνεται ακόμα χειρότερος αν
σκεφτεί κανείς ότι οι δανειστές ξεκαθάρισαν πως δεν τίθεται ζήτημα
«κουρέματος» του χρέους, παρά το γεγονός ότι η Κριστίν Λαγκάρντ φρόντισε
να αφήσει ένα μικρό παράθυρο ανοιχτό. Είναι πλέον προφανές ότι όλοι οι
προηγούμενοι σχεδιασμοί του Μαξίμου θα πρέπει, αν μη τι άλλο, να
αναθεωρηθούν…
ΑΞΙΟΠΙΣΤΟ
Ενδεικτικές ήταν οι δηλώσεις του Γερούν Ντάισελμπλουμ μετά τη
συνεδρίαση του Eurogroup, ο οποίος, προαναγγέλλοντας έκτακτη συνεδρίαση
του οργάνου τη Μεγάλη Πέμπτη, είπε χαρακτηριστικά: «Το πακέτο των
έκτακτων μέτρων (ως εγγύηση για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων)
πρέπει να είναι αξιόπιστο, να νομοθετηθεί προκαταβολικά, να είναι
αυτοματοποιημένο και να βασίζεται σε αντικειμενικούς παράγοντες».
Η απάντηση του υπουργού Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτου, ήταν άμεση.
«Δεν υπάρχει η νομική δυνατότητα το ελληνικό Κοινοβούλιο να ψηφίσει έναν
νόμο σήμερα, ο οποίος θα τεθεί σε εφαρμογή βάσει πιθανών μελλοντικών
εξελίξεων. Η Αθήνα βρίσκεται σε στενή συνεργασία με τους
Ευρωπαίους εταίρους της για την εξεύρεση ενός μηχανισμού δέσμευσης.
Υπάρχουν πολλές ιδέες που συζητούνται.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. είναι γεμάτη ιδέες», δήλωσε με νόημα. Μετά
και τις τελευταίες εξελίξεις, σύμφωνα με πληροφορίες, δύο πιθανές
ημερομηνίες -μία στις αρχές καλοκαιριού και μία το φθινόπωρο- εξετάζει
το Μέγαρο Μαξίμου για να στήσει κάλπες, στην περίπτωση που τα πράγματα
δεν προχωρήσουν με βάση τα συμφωνημένα και οι δανειστές και εταίροι
επιμείνουν στην επιβολή και τέταρτου προγράμματος, με χρονικό ορίζοντα
το 2018. Κυβερνητικές πηγές ανέφεραν μάλιστα ότι, εάν οι θεσμοί
επιμείνουν να καταγράψουν στη διαφαινόμενη συμφωνία της άλλης εβδομάδας
και το θέμα των επιπλέον μέτρων -με τον τρόπο που παρουσιάστηκε στο
χθεσινό Eurogroup- τότε όλα τα σενάρια είναι ανοικτά…
Οι τελευταίες ημέρες του Ιουνίου, στις 26 του μηνός, και το πρώτο
εικοσαήμερο του Σεπτεμβρίου -στις 18- θεωρούνται τα καλύτερα διαστήματα
ώστε η χώρα να μπει σε νέα εκλογική αναμέτρηση, καθώς ο πρωθυπουργός
έχει πειστεί ότι οι δανειστές θα ζητούν όλο και περισσότερα πράγματα. Ετσι,
έχει αποφασίσει να μην ενδώσει στις νέες πιέσεις τους, αλλά ούτε και
στα σενάρια που επεξεργάζονται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού για
σχηματισμό οικουμενικής κυβέρνησης, στην οποία να βρεθεί με τον Κυριάκο
Μητσοτάκη. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι οι
πιέσεις των δανειστών θα είναι τέτοιες που θα αναγκάσουν την κυβέρνηση
σε μια νέα αναδίπλωση.
Εχοντας για μία ακόμη φορά συμμάχους τον πρόεδρο της Κομισιόν,
Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, τον πρόεδρο της Γαλλίας, Φρανσουά Ολάντ, και τον
Μάρτιν Σουλτς, ο πρωθυπουργός αποφάσισε να δώσει τη μάχη με τα όπλα που
οι δανειστές καταλαβαίνουν: τους αριθμούς. Εκμεταλλευόμενος τα στοιχεία
της Eurostat, σύμφωνα με τα οποία η ελληνική οικονομία παρουσίασε
πλεόνασμα πάνω από το αναμενόμενο, ο Αλέξης Τσίπρας άνοιξε μια άλλη
συζήτηση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Με βάση τα στοιχεία αυτά,
κυβερνητικά στελέχη έλεγαν ότι η Ελλάδα αποδεδειγμένα πλέον μπαίνει σε
ρυθμούς ανάπτυξης και άρα μέχρι το 2018 θα μπορεί να έχει πιάσει τους
στόχους που έχουν συμφωνηθεί.
Επέμεναν μάλιστα ότι η όποια απόκλιση από τους δημοσιονομικούς
στόχους θα ανέρχεται σε λίγα εκατομμύρια, τα οποία θα μπορεί να τα
καλύψει μόνη της και γι’ αυτό δεν είναι ανάγκη να επιβληθούν νέα
υφεσιακά μέτρα. Σε αυτή τη διαδικασία η κυβέρνηση έχει ρίξει όλα της τα
χαρτιά, προκειμένου να αποδείξει ότι το ΔΝΤ συνεχίζει να κάνει λάθος
υπολογισμούς, ενώ δεν μπορεί να παραδεχθεί ότι το τρίτο Μνημόνιο, στο
οποίο δεν μετέχει και το οποίο συμφωνήθηκε ανάμεσα στην ελληνική
κυβέρνηση και τους Ευρωπαίους εταίρους, είναι βιώσιμο, αντίθετα με τα
δύο προηγούμενα, τα οποία σχεδιάστηκαν αποκλειστικά από τους εκπροσώπους
του Ταμείου και έφεραν τη χώρα σε χειρότερη κατάσταση.
ΕΠΙΜΟΝΗ
Πάντως, εάν τελικά, παρά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, οι
δανειστές και οι εταίροι επιμείνουν στην ψήφιση των προληπτικών μέτρων, η
κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός έχουν αποφασίσει να αντιμετωπίσουν τα
πράγματα δυναμικά. Στενοί συνεργάτες του πρωθυπουργού έλεγαν ότι ο
Αλέξης Τσίπρας δεν πρόκειται να υποχωρήσει σε άλλες απαιτήσεις, καθώς
έχει υπερβεί τον εαυτό του και τα πιστεύω του. «Την πιο κρίσιμη στιγμή,
τον περασμένο Ιούλιο, ο πρωθυπουργός πήρε το μεγάλο ρίσκο να υποχωρήσει
προκειμένου να σωθεί η χώρα. Εφερε μια δύσκολη συμφωνία, την οποία η
κυβέρνηση τήρησε κατά γράμμα, παρά τις αντιδράσεις.
Σήμερα και παρά την καλή πορεία της οικονομίας -που φαίνεται
και μέσα από τα στοιχεία της Eurostat- οι δανειστές εμφανίζονται να
ζητούν και άλλα μέτρα. Αυτό ο πρωθυπουργός δεν πρόκειται να το δεχθεί. Ας
βρεθεί κάποιος άλλος για να τα κάνει πράξη», έλεγε κορυφαίος υπουργός
της κυβέρνησης. Υπέρ της δυναμικής λύσης τάσσονται ο Πάνος Σκουρλέτης, ο
Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο Νίκος Φίλης αλλά και η Θεανώ Φωτίου, η τάση των
«53» και πολλά στελέχη του κόμματος. Από τους συνεργάτες του Αλέξη
Τσίπρα δεν περνά απαρατήρητη η κινητικότητα που υπάρχει στην άλλη πλευρά
του Ατλαντικού και από τα στελέχη του ΔΝΤ, τα οποία φαίνεται να
προωθούν το σενάριο της οικουμενικής κυβέρνησης.
Ο πρωθυπουργός κατ’ επανάληψη έχει διαμηνύσει προς όλες τις πλευρές
ότι κάτω από την ίδια κυβερνητική στέγη δεν πρόκειται να βρεθεί με τον
Κυριάκο Μητσοτάκη. Ετσι -όπως λένε οι στενοί του συνεργάτες-, εάν κληθεί
να επιλέξει ανάμεσα στην οικουμενική κυβέρνηση και τις κάλπες, η
απάντηση θα είναι «εκλογές». Το σενάριο του Ιουνίου μιλά για
κάλπες αμέσως μετά τις σχολικές εξετάσεις, γύρω στις 26 του μηνός.
Δηλαδή, την ίδια ακριβώς περίοδο που θα γίνεται το δημοψήφισμα για το
Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ, εάν μέχρι το αμέσως επόμενο διάστημα
δεν έχει υπάρξει κυβέρνηση συνεργασίας στην Ισπανία -βάσει του
Συντάγματός της-, θα πρέπει και αυτοί να στήσουν κάλπες. Με
λίγα λόγια, τρία ανοικτά μέτωπα στην Ευρώπη τη στιγμή που η πλειονότητα
των Ευρωπαίων ηγετών επιθυμεί ηρεμία, προκειμένου να μην επηρεαστεί
αρνητικά το δημοψήφισμα στην Αγγλία.
Ανοικτό και το ενδεχόμενο δεύτερου δημοψηφίσματος
Η δεύτερη εκλογική ημερομηνία, δηλαδή στις αρχές του φθινοπώρου,
περιλαμβάνει και το ενδεχόμενο του δημοψηφίσματος. Το σενάριο αυτό είναι
άμεσα συνδεδεμένο με την καλή εκδοχή για το ελληνικό πρόγραμμα, που
θέλει την αξιολόγηση να κλείνει με την εκταμίευση της δόσης το πρώτο
δεκαπενθήμερο του Μαΐου και την παράλληλη έναρξη της συζήτησης για το
χρέος. Με δεδομένο ότι οι διαδικασίες αυτές θέλουν τον χρόνο τους,
κάποιοι στο Μαξίμου οριοθετούν την ολοκλήρωση της συζήτησης στις αρχές
του Σεπτεμβρίου.
Το διάστημα αυτό θεωρούν ότι θα υπάρξουν ιδιαίτερα
ισχυρές πιέσεις και εκβιασμοί απ’ όλες τις πλευρές -από το ΔΝΤ αλλά και
τον Β. Σόιμπλε-, προκειμένου η κυβέρνηση να συναινέσει τελικά στις
δύσκολες και επώδυνες απαιτήσεις των σκληρών δανειστών, που ζητούν νέα
μέτρα. Μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο, το Μέγαρο Μαξίμου, αλλά και τα
κορυφαία κυβερνητικά στελέχη εμφανίζονται διχασμένα.
Αλλοι υποστηρίζουν
ότι και σε αυτή την περίπτωση η λύση είναι οι εθνικές εκλογές, καθώς η
κυβέρνηση θα πάρει ένα μεγάλο ρίσκο εάν συναινέσει σε νέο Μνημόνιο.
Κάποιοι άλλοι ωστόσο θεωρούν ότι το δημοψήφισμα είναι και πάλι η
καλύτερη λύση. Το ερώτημα θα αφορά προφανώς το εάν η κυβέρνηση πρέπει να
δεχθεί νέα μέτρα, σε συνδυασμό με τον ρόλο που παίζει το ΔΝΤ σε αυτή
την ιστορία.
Η απόρριψη του νέου Μνημονίου από την πλειοψηφία του
ελληνικού λαού θα σημαίνει αυτόματα και δρομολόγηση απεγκλωβισμού του
ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα. Εάν πάντως η ολοκλήρωση της αξιολόγησης
κλείσει και τυπικά μέσα στον Μάιο, τότε ο πρωθυπουργός, πέρα από το τι
θα κάνει το ερχόμενο φθινόπωρο, μπορεί να αιφνιδιάσει τους πάντες στο
θέμα του ανασχηματισμού. Η διεύρυνση δηλαδή, για την οποία μιλούν πολύ
μέσα και έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ, να έρθει από την κυβέρνηση, με τον Αλέξη
Τσίπρα να ζητά από ΠΑΣΟΚ,
«Ποτάμι» και Ενωση Κεντρώων να του υποδείξουν πρόσωπα που κατ’ αυτούς
θα μπορούσαν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο σε μια σειρά από θέματα.
Εκεί, οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, Φώφη Γεννηματά, Σταύρος Θεοδωράκης και
Βασίλης Λεβέντης, θα κληθούν να απαντήσουν στην πρόσκληση, ενώ κάποιοι
στην κυβέρνηση δεν αποκλείουν και τη δημιουργία εθνικής επιτροπής για το
θέμα του χρέους, με την πρόσκληση να απευθύνεται και στη Ν.Δ.
Το ρίσκο και η φθορά από τα μέτρα
Φυσικά, οι εκλογές εμπεριέχουν τον μεγάλο κίνδυνο η κυβέρνηση να τις
χάσει, καθώς η φθορά που θα έχει υποστεί από τα νέα μέτρα θα είναι
μεγάλη και μη αναστρέψιμη. Ηδη οι περισσότερες δημοσκοπήσεις εμφανίζουν
τη Ν.Δ. να προηγείται άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη
διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ, άσχετα με το εάν η κυβέρνηση μοιάζει
επιφυλακτική απέναντι σε αυτά τα αποτελέσματα. Το Μέγαρο Μαξίμου ωστόσο
θεωρεί ότι, ακόμα και αν ο ΣΥΡΙΖΑ χάσει τις εκλογές, η διαφορά ανάμεσα
στο πρώτο και το δεύτερο κόμμα θα είναι μικρή.
Οι συνεργάτες του Αλέξη
Τσίπρα πιστεύουν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει πείσει τον ελληνικό
λαό και ότι οι προσδοκίες που υπήρξαν το πρώτο διάστημα μετά την εκλογή
του έχουν ξεφουσκώσει. Το γεγονός ακόμα ότι η αξιωματική αντιπολίτευση
έχει εικόνα ενός διαλυμένου κόμματος, το οποίο δεν μπορεί να βρει την
περπατησιά του προκειμένου να πείσει τους Ελληνες ψηφοφόρους ότι είναι
ικανό για να κυβερνήσει, θα λειτουργήσει επιβαρυντικά για τον νέο αρχηγό
του, την ώρα που θα στηθούν οι κάλπες.
Αλλά ακόμα και δεύτερος να είναι
ο ΣΥΡΙΖΑ, πάλι θα αποτελέσει τον ρυθμιστικό παράγοντα -ισχυρίζονται τα
στελέχη της κυβέρνησης-, αφού πολύ δύσκολα η Φώφη Γεννηματά θα
συμμετέχει σε μια συγκυβέρνηση με τη Ν.Δ., καθώς γνωρίζει ότι αυτό θα
είναι και το τελειωτικό χτύπημα στα αριστερά αντανακλαστικά των
ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ.
Φυσικά, δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιμένουν ότι ο
ΣΥΡΙΖΑ μπορεί, έστω και οριακά, να αναδειχθεί πρώτο κόμμα στις πρόωρες
εκλογές, όποτε και αν γίνουν αυτές. Οπως λένε μάλιστα, θεωρούν ότι ένα
κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας μπορεί να είναι δυσαρεστημένο με κάποιες
κινήσεις της κυβέρνησης, η κοινή γνώμη ωστόσο αντιλαμβάνεται τον αγώνα
που δίνει η κυβέρνηση για την κάθαρση της πολιτικής ζωής του τόπου, την
πάταξη της διαφθοράς και της διαπλοκής και την εξυγίανση του δημόσιου
βίου.
Ελένη Καλογεροπούλου-Εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ