Ένα σπουδαίο πνεύμα μας αποχαιρετά.
Ο 87χρονος κολομβιανός νομπελίστας ήταν ο πατριάρχης του λατινοαμερικάνικου μαγικού ρεαλισμού - Αντιμετώπιζε το τελευταίο διάστημα προβλήματα υγείας
Μια μοναδική βιωματική καταγραφή του μεγάλου συγγραφέα, καθώς
έβλεπε,- δεν τον ένοιωθε απλώς αλλά το γνώριζε, ότι στη ένατη δεκαετία
της ζωής του αρχίζει να τον περιβάλλει, πλήρες πλέον, το σκοτάδι. Και το
μέγα κενό της ανυπαρξίας αν και ζωντανός. Το σκοτάδι της άνοιας, της
έλλειψης μνήμης, με το μυαλό του όλο χαράδρες..... Ζώντας με τις λέξεις,
ζώντας από τις λέξεις, ζώντας τώρα χωρίς τις λέξεις.
Μέσα σε αυτή τη δραματική, σχεδόν τραγική για ένα τέτοιο πνευματικό ανάστημα κατάσταση αντιδρά, καταθέτει τη μαρτυρία του. Ακόμα και την ύστατη φωτεινή στιγμή, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έδωσε τη μάχη του γράφοντας, συνομιλώντας με τον εαυτό του και τους αναγνώστες.
Το παρακάτω κείμενο είναι από τα έσχατα του μέγιστου «Γκάμπο» και το έγραψε όταν έμαθε από τους γιατρούς πως πρέπει να παλέψει σκληρά με τον θάνατο.
Ο Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες έχει αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή για λόγους υγείας: καρκίνος στους λεμφαδένες. Η κατάσταση του μοιάζει να επιδεινώνεται μέρα με τη μέρα. Η αποχαιρετιστήρια επιστολή που ακολουθεί εστάλη από τον συγγραφέα στους φίλους του!!
... «Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ.
Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι' αυτό που αξίζουν, αλλά γι' αυτό που σημαίνουν.
Θα κοιμόμουν λίγο,
θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως.
Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν,
θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμόνταν.
Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν και πόσο
θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα!
Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή,
θα ντυνόμουν λιτά,
θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μου.
Θεέ μου, αν μπορούσα,
θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και
θα περίμενα να βγει ο ήλιος.
Θα ζωγράφιζα μ' ένα όνειρο του Βαν Γκογκ πάνω στα άστρα ένα ποίημα του Μπενεντέτι κι ένα τραγούδι του Σερράτ θα ήταν η σερενάτα που θα χάριζα στη σελήνη.
Θα πότιζα με τα δάκρια μου τα τριαντάφυλλα, για να νοιώσω τον πόνο από τ' αγκάθια τους και το κοκκινωπό φιλί των πετάλων τους...
Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή...
Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μία μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ.
Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα.
Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται!
Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει.
Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη.
Έμαθα τόσα πράγματα από σας, τους ανθρώπους...
Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού, χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά.
Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά, το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα.
Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί.
Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που μπόρεσα να μάθω από σας, αλλά δεν θα χρησιμεύσουν αλήθεια πολύ, γιατί όταν θα με κρατούν κλεισμένο μέσα σ' αυτή τη βαλίτσα, δυστυχώς θα πεθαίνω.
Να λες πάντα αυτό που νιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι.
Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ' έβλεπα να κοιμάσαι,
θα σ' αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου.
Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ' έβλεπα να βγαίνεις απ' την πόρτα,
θα σ' αγκάλιαζα και θα σού 'δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα.
Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου,
θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά.
Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ' έβλεπα,
θα έλεγα "σ' αγαπώ" και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη.
Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μας δίνει κι άλλες ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα,
θα ΄θελα να σου πω πόσο σ' αγαπώ κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω.
Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος.
Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς.
Γι' αυτό μην περιμένεις άλλο, κάν' το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ,
θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία.
Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου,
πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά,
βρες χρόνο για να τους πεις "συγνώμη", "συγχώρεσέ με", "σε παρακαλώ", "ευχαριστώ"
κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις.
Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις.
Ζήτα απ' τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις.
Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα».
Ο 87χρονος κολομβιανός νομπελίστας ήταν ο πατριάρχης του λατινοαμερικάνικου μαγικού ρεαλισμού - Αντιμετώπιζε το τελευταίο διάστημα προβλήματα υγείας
Την τελευταία του πνοή άφησε σε ηλικία 87 ετών ο βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας κολομβιανός συγγραφέας, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες........
Εδώ και αρκετά χρόνια είχε αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή καθώς έπασχε από καρκίνο στους λεμφαδένες.
Στις 6 Μαρτίου έκλεισε τα 87 του χρόνια και με την ευκαιρία αυτή βγήκε για λίγα λεπτά από το σπίτι του για να χαιρετίσει τους φωτορεπόρτερ και τους δημοσιογράφους που είχαν συγκεντρωθεί απ' έξω.
Ο συγγραφέας του μνημειώδους μυθιστορήματος "Εκατό χρόνια μοναξιά" (1967) είχε νοσηλευθεί στις αρχές Απριλίου σε νοσοκομείο της Πόλης του Μεξικού με πνευμονία.
Εδώ και αρκετά χρόνια είχε αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή. Είχε ασθενήσει από καρκίνο στους λεμφαδένες ενώ ο αδελφός του είχε ανακοινώσει πρόσφατα ότι έπασχε και από άνοια.
«Αν ο Θεός, μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή...»
Εδώ και αρκετά χρόνια είχε αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή. Είχε ασθενήσει από καρκίνο στους λεμφαδένες ενώ ο αδελφός του είχε ανακοινώσει πρόσφατα ότι έπασχε και από άνοια.
«Αν ο Θεός, μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή...»
-Το συγκλονιστικό αποχαιρετιστήριο κείμενο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, που έγραψε συνειδητά πριν τον σκεπάσει το σκοτάδι της άνοιας.
Μέσα σε αυτή τη δραματική, σχεδόν τραγική για ένα τέτοιο πνευματικό ανάστημα κατάσταση αντιδρά, καταθέτει τη μαρτυρία του. Ακόμα και την ύστατη φωτεινή στιγμή, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έδωσε τη μάχη του γράφοντας, συνομιλώντας με τον εαυτό του και τους αναγνώστες.
Το παρακάτω κείμενο είναι από τα έσχατα του μέγιστου «Γκάμπο» και το έγραψε όταν έμαθε από τους γιατρούς πως πρέπει να παλέψει σκληρά με τον θάνατο.
Ο Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες έχει αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή για λόγους υγείας: καρκίνος στους λεμφαδένες. Η κατάσταση του μοιάζει να επιδεινώνεται μέρα με τη μέρα. Η αποχαιρετιστήρια επιστολή που ακολουθεί εστάλη από τον συγγραφέα στους φίλους του!!
Γράφει και εξομολογείται ο σημαντικός Νομπελίστας συγγραφέας:
... «Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ.
Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι' αυτό που αξίζουν, αλλά γι' αυτό που σημαίνουν.
Θα κοιμόμουν λίγο,
θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως.
Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν,
θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμόνταν.
Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν και πόσο
θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα!
Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή,
θα ντυνόμουν λιτά,
θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μου.
Θεέ μου, αν μπορούσα,
θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και
θα περίμενα να βγει ο ήλιος.
Θα ζωγράφιζα μ' ένα όνειρο του Βαν Γκογκ πάνω στα άστρα ένα ποίημα του Μπενεντέτι κι ένα τραγούδι του Σερράτ θα ήταν η σερενάτα που θα χάριζα στη σελήνη.
Θα πότιζα με τα δάκρια μου τα τριαντάφυλλα, για να νοιώσω τον πόνο από τ' αγκάθια τους και το κοκκινωπό φιλί των πετάλων τους...
Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή...
Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μία μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ.
Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα.
Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται!
Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει.
Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη.
Έμαθα τόσα πράγματα από σας, τους ανθρώπους...
Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού, χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά.
Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά, το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα.
Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί.
Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που μπόρεσα να μάθω από σας, αλλά δεν θα χρησιμεύσουν αλήθεια πολύ, γιατί όταν θα με κρατούν κλεισμένο μέσα σ' αυτή τη βαλίτσα, δυστυχώς θα πεθαίνω.
Να λες πάντα αυτό που νιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι.
Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ' έβλεπα να κοιμάσαι,
θα σ' αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου.
Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ' έβλεπα να βγαίνεις απ' την πόρτα,
θα σ' αγκάλιαζα και θα σού 'δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα.
Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου,
θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά.
Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ' έβλεπα,
θα έλεγα "σ' αγαπώ" και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη.
Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μας δίνει κι άλλες ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα,
θα ΄θελα να σου πω πόσο σ' αγαπώ κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω.
Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος.
Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς.
Γι' αυτό μην περιμένεις άλλο, κάν' το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ,
θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία.
Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου,
πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά,
βρες χρόνο για να τους πεις "συγνώμη", "συγχώρεσέ με", "σε παρακαλώ", "ευχαριστώ"
κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις.
Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις.
Ζήτα απ' τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις.
Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα».
Η ζωή και το έργο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
Γεννημένος το 1927 στην Αρακατάκα, ένα παραλιακό χωριό της Κολομβίας, έζησε τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής του κοντά στους παππούδες του από τη μεριά της μητέρας του.
Τον πατέρα του τον αντιπαθούσε, ενώ τη μητέρα του την πρωτοείδε όταν ήταν δέκα ετών και από το σοκ αυτό δεν συνήλθε ποτέ. Τα χρόνια της παιδικής ηλικίας κοντά στους παππούδες του ήταν το ορυχείο της μελλοντικής αφηγηματικής του έμπνευσης.
Τον πατέρα του τον αντιπαθούσε, ενώ τη μητέρα του την πρωτοείδε όταν ήταν δέκα ετών και από το σοκ αυτό δεν συνήλθε ποτέ. Τα χρόνια της παιδικής ηλικίας κοντά στους παππούδες του ήταν το ορυχείο της μελλοντικής αφηγηματικής του έμπνευσης.
Ο ίδιος έλεγε πως στη γραφή του προσπαθούσε να συνδυάσει το αφηγηματικό ύφος της γιαγιάς του, η οποία του έλεγε φανταστικές ιστορίες σαν να ήταν πραγματικές, και του Κάφκα.
Εξαιρετικά σημαντική ήταν και η επίδραση του συνταγματάρχη παππού του ο οποίος ενέπνευσε πολλούς χαρακτήρες των μυθιστορημάτων του. «Ημουν οκτώ ετών όταν πέθανε. Από τότε τίποτε σημαντικό δεν μου συνέβη» έλεγε ο Μάρκες.
Υπήρξε όμως και φανατικός αναγνώστης από παιδί. Σε ηλικία οκτώ ετών διάβασε τις Χίλιες και μία νύχτες και ο κόσμος των βιβλίων ανήκε στο μεγάλο απόθεμα των αφηγήσεων που τον ακολουθούσαν σε όλη του τη ζωή.
Εξαιρετικά σημαντική ήταν και η επίδραση του συνταγματάρχη παππού του ο οποίος ενέπνευσε πολλούς χαρακτήρες των μυθιστορημάτων του. «Ημουν οκτώ ετών όταν πέθανε. Από τότε τίποτε σημαντικό δεν μου συνέβη» έλεγε ο Μάρκες.
Υπήρξε όμως και φανατικός αναγνώστης από παιδί. Σε ηλικία οκτώ ετών διάβασε τις Χίλιες και μία νύχτες και ο κόσμος των βιβλίων ανήκε στο μεγάλο απόθεμα των αφηγήσεων που τον ακολουθούσαν σε όλη του τη ζωή.
Το 1947 άρχισε στο Πανεπιστήμιο της Μπογκοτά σπουδές Νομικής και Πολιτικών Επιστημών. Τον ίδιο χρόνο η εφημερίδα Ελ Εσπεκταδόρ δημοσίευσε το πρώτο διήγημά του με τίτλο «Η τρίτη παραίτηση». Το 1948 μετακόμισε στην Καρταχένα των Δυτικών Ινδιών και άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Ελ Ουνιβερσάλ.
Συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά και εφημερίδες στην Αμερική και την Ευρώπη. Την πρώτη του νουβέλα Τα νεκρά φύλλα (1955) ακολούθησε η νουβέλα Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει (1961) και το μυθιστόρημα Κακιά ώρα (1962).
Συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά και εφημερίδες στην Αμερική και την Ευρώπη. Την πρώτη του νουβέλα Τα νεκρά φύλλα (1955) ακολούθησε η νουβέλα Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει (1961) και το μυθιστόρημα Κακιά ώρα (1962).
Εργαζόμενος περιστασιακά ως δημοσιογράφος, σεναριογράφος και κριτικός κινηματογράφου προσπαθούσε να βγάλει το ψωμί του τα πρώτα σαράντα χρόνια της ζωής του, τα οποία πέρασαν μέσα σε μεγάλες οικονομικές αγωνίες.
Η τύχη του άλλαξε με την έκδοση, το 1967, του μυθιστορήματος που θα τον έκανε διάσημο σε όλον τον κόσμο, έχοντας ξεπεράσει ως τώρα σε πωλήσεις τα 50 εκατ. αντίτυπα, το Εκατό χρόνια μοναξιά.
Το πώς γεννήθηκε στο μυαλό του η πρόταση από την οποία ξεπήδησε το μυθιστόρημα είχε αφηγηθεί ο ίδιος, με τον απαράμιλλο τρόπο του, σε συνεντεύξεις: «Είχαµε ξεκινήσει για διακοπές. Οδηγούσα το αυτοκίνητο στον δρόµο προς το Ακαπούλκο όταν σχηµατίστηκε στο µυαλό µου µια πρόταση. Έκανα επί τόπου στροφή, γύρισα στο σπίτι και άρχισα να γράφω».
Το μυθιστόρημα καθιέρωσε τον Μάρκες ως έναν από τους σημαντικούς πεζογράφους της ισπανικής γλώσσας – μάλιστα ο ομότεχνός του Κάρλος Φουέντες τον θεωρούσε τον δεύτερο μεγάλο συγγραφέα στην ισπανική μετά τον Θερβάντες.
Αποτελεί κορυφαία μορφή της λατινοαμερικάνικης πεζογραφικής «γενιάς της έκρηξης» και υπήρξε ο πατριάρχης του λατινοαμερικάνικου μαγικού ρεαλισμού. Έχει περάσει στην ιστορία της λογοτεχνίας ως ένας από τους μεγάλους συγγραφείς του 20ού αιώνα.
Το 1982 βραβεύθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας «για τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του στα οποία το φανταστικό και το ρεαλιστικό παντρεύονται σε έναν πλούσιο, περίπλοκο κόσμο φαντασίας, αντανακλώντας τη ζωή και τις συγκρούσεις μιας ηπείρου».
Άλλα έργα: Το φθινόπωρο του Πατριάρχη (1975), Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου (1981), Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας (1985), Δώδεκα διηγήματα περιπλανώμενα (1992) και Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων (1994).
Ο Μάρκες συνδεόταν με δεσμούς φιλίας με τον Φιντέλ Κάστρο αλλά υποστήριζε ότι το μόνο επαναστατικό καθήκον του συγγραφέα είναι να γράφει όσο καλύτερα μπορεί.
Το 1999 διαγνώστηκε με καρκίνο στους λεμφαδένες. Στη διάρκεια της θεραπείας του πήρε την απόφαση να συντάξει την αυτοβιογραφία του. Τα επόμενα τρία χρόνια, όπως είπε σε συνεντεύξεις του, χάθηκε από προσώπου γης, σταμάτησε τα ταξίδια και τις δημόσιες εμφανίσεις, περιόρισε τις συναντήσεις με τους φίλους του και έγραφε πυρετωδώς.
Το 2002 κυκλοφόρησαν τα απομνημονεύματά του των ετών 1927-1950, με τίτλο Ζω για να τη διηγούμαι. Στον τόμο αφηγείται τη ζωή των παιδικών και νεανικών του χρόνων ως τη στιγμή που έκανε πρόταση γάμου στη σύζυγό του Μερτσέντες, η οποία τον στήριξε με αφοσίωση σε όλη τη διάρκεια της κοινής τους ζωής.
Η συγγραφική σιωπή του μετά τις Θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου (2004) είχε τροφοδοτήσει πολλά δημοσιεύματα τα οποία έκαναν λόγο για επιδείνωση της ασθένειάς του και άλλα προβλήματα υγείας, ορισμένα μάλιστα μιλούσαν ακόμη και για θάνατο του Μάρκες. Το 2012, μιλώντας σε φοιτητές στην Καρταχένα στην Κολομβία, ο αδελφός του Χάιμε είχε ανακοινώσει ότι ο «Γκάμπο», όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά η οικογένεια και οι φίλοι του, έπασχε από τη νόσο Αλτσχάιμερ.



