31 Ιουλ 2013

"Μη μιλάς, μη γελάς θα χαρακτηριστείς φοροφυγάς..."

Γράφει ο Απόστολος Αλωνιάτης,Οικονομολόγος - Φοροτεχνικός
Τον ΤΖΩΡΤΖ ΟΡΓΟΥΕΛ σαν συγγραφέα τον γνώρισα στα φοιτητικά μου χρόνια μέσα από την «Φάρμα των Ζώων» και το «1984». Τότε θεωρούσαμε ότι είναι υπερβολικός και αυτά τα πράγματα συμβαίνουν μόνο στην φαντασία του. Σιγά – σιγά όμως αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε ότι γύρω μας υπάρχουν και τα γουρούνια της φάρμας..........
και ο μεγάλος αδελφός. Κάποιοι μας το έλεγαν με την στάση τους ότι είναι «ίσοι» με μας, τους απλούς πολίτες αυτής της χώρας, αλλά όχι ίσοι μεταξύ ίσων. Ήταν και είναι λίγο πιο πάνω «ίσοι».

Όσο για τον μεγάλο αδελφό, κάθε μέρα και μας αγκαλιάζει ακόμη ποιο πολύ, και το αγκάλιασμα του αυτό μας δημιουργοί ένα μεγάλο σφίξιμο, αντί την «αδελφική αγάπη» που επιδιώκει να μας δώσει. Οι αφορμές πολλές σε όλους μας να αισθανθούμε αυτό το αγκάλιασμα.

Για παράδειγμα στα πλαίσια της προσπάθειας πάταξης της φοροδιαφυγής και ξεπλύματος του μαύρου χρήματος (υποτίθεται) , το 2008 ψηφίστηκε από την ελληνική βουλή ο νόμος 3691/5.8.2008, περί «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α' 166/05-08-2008).

Το αντικείμενο του νόμου , σύμφωνα με τους συντάκτες του είναι:
 «1. Αντικείμενο του παρόντος νόμου είναι η πρόληψη και καταστολή των αδικημάτων της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όπως αυτά τα αδικήματα ορίζονται κατωτέρω, καθώς και η προστασία του χρηματοπιστωτικού συστήματος από τους κινδύνους που ενέχουν.

2. Νομιμοποίηση εσόδων από τις εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος), που προβλέπονται στο άρθρο 3, αποτελούν οι ακόλουθες πράξεις:

α) Η μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες, με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε εμπλέκεται στις δραστηριότητες αυτές, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του.

β) Η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αλήθειας με οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο, όσον αφορά στη φύση, προέλευση, διάθεση, διακίνηση ή χρήση περιουσίας ή στον τόπο όπου αυτή αποκτήθηκε ή ευρίσκεται ή την κυριότητα επί περιουσίας ή σχετικών με αυτή δικαιωμάτων, εν γνώσει του γεγονότος ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες.

γ) Η απόκτηση, κατοχή, διαχείριση ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει κατά το χρόνο της κτήσης ή της διαχείρισης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες.

δ) Η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα.

ε) Η σύσταση οργάνωσης ή ομάδας δύο τουλάχιστον ατόμων για τη διάπραξη μιας ή περισσότερων από τις πράξεις που αναφέρονται στα παραπάνω στοιχεία α' έως δ' και η συμμετοχή σε τέτοια οργάνωση ή ομάδα

3. Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες υπάρχει και όταν οι δραστηριότητες από τις οποίες προέρχεται η προς νομιμοποίηση περιουσία έλαβαν χώρα στο έδαφος άλλου κράτους, εφόσον αυτές θα ήταν βασικό αδίκημα αν διαπράττονταν στην Ελλάδα και θεωρούνται αξιόποινες σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους αυτού.

4. Χρηματοδότηση της τρομοκρατίας αποτελεί το αδίκημα που προβλέπεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 187Α του Ποινικού Κώδικα.

5. Η γνώση, η πρόθεση ή ο σκοπός που απαιτούνται ως στοιχεία του πραγματικού των αδικημάτων των παραγράφων 2 και 3 μπορούν να συνάγονται και από τις συντρέχουσες πραγματικές περιστάσεις.»

Όλα αυτά για την καταπολέμηση του μαύρου χρήματος και άλλων εγκληματικών ενεργειών, που πάντα κατά των νόμο είναι:

« Εγκληματικές δραστηριότητες – Βασικά αδικήματα

Ως εγκληματικές δραστηριότητες νοούνται η διάπραξη ενός ή περισσότερων από τα ακόλουθα αδικήματα που καλούνται εφεξής «βασικά αδικήματα»:

α) εγκληματική οργάνωση (άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ)),

β) τρομοκρατικές πράξεις και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (άρθρο 187Α ΠΚ)

γ) παθητική δωροδοκία (άρθρο 235 ΠΚ),

δ) ενεργητική δωροδοκία (236 ΠΚ),

ε) δωροδοκία δικαστή (237 ΠΚ),

στ) εμπορία ανθρώπων (άρθρο 323Α ΠΚ),

ζ) απάτη με υπολογιστή (άρθρο 386Α ΠΚ),

η) σωματεμπορία (άρθρο 351 ΠΚ),

θ) τα προβλεπόμενα στα άρθρα 20, 21, 22 και 23 του ν.3459/2006 «Κώδικας Νόμου για τα Ναρκωτικά»(ΦΕΚ 103 Α'),

ι) τα προβλεπόμενα στα άρθρα 15 και 17 του ν.2168/1993 «Όπλα, πυρομαχικά, εκρηκτικές ύλες κ.λπ.» (ΦΕΚ 147 Α'),

ια) τα προβλεπόμενα στα άρθρα 53, 54, 55, 61 και 63 του ν.3028/2002 «Για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς» (ΦΕΚ 153 Α'),

ιβ) τα προβλεπόμενα στο άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 3 του ν.δ. 181/1974 «Περί προστασίας εξ ιοντιζουσών ακτινοβολιών» (ΦΕΚ 347 Α'),

ιγ) τα προβλεπόμενα στο άρθρο 87 παράγραφοι 5, 6, 7 και 8 και στο άρθρο 88 του ν.3386/2005 «Είσοδος, διαμονή και κοινωνική ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελληνική Επικράτεια» (ΦΕΚ 212 Α'),

ιδ) τα προβλεπόμενα στα άρθρα τρίτο, τέταρτο και έκτο του ν.2803/2000 «Προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων» (ΦΕΚ 48 Α'),

ιε) δωροδοκία αλλοδαπού δημόσιου λειτουργού, όπως προβλέπεται στο άρθρο δεύτερο του ν.2656/1998 «για την καταπολέμηση της δωροδοκίας αλλοδαπών δημοσίων λειτουργών σε διεθνείς επιχειρηματικές συναλλαγές» (ΦΕΚ 265 Α'),

ιστ) δωροδοκία υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των κρατών − μελών της Ευρωπαϊκής 'Ένωσης, όπως προβλέπεται: α) στα άρθρα 2, 3 και 4 της Σύμβασης περί καταπολέμησης της δωροδοκίας στην οποία ενέχονται υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των κρατών − μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.2802/2000 (ΦΕΚ 47 Α') και β) στα άρθρα τρίτο και τέταρτο του ν.2802/2000,

ιζ) τα προβλεπόμενα στα άρθρα 29 και 30 του ν.3340/2005 «Για την προστασία της Κεφαλαιαγοράς από πράξεις προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες και πράξεις χειραγώγησης αγοράς» (ΦΕΚ 112 Α'),

ιη) Τα αδικήματα της φοροδιαφυγής που προβλέπονται στα άρθρα 17,18 και 19 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α΄), όπως ισχύουν, και τα αδικήματα της λαθρεμπορίας που προβλέπονται στα άρθρα 155, 156 και 157 του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α΄), όπως ισχύουν.

ιθ) τα προβλεπόμενα και τιμωρούμενα από τις διατάξεις του άρθρου 28 παράγραφος 3 εδάφιο α' του ν. 1650/1986.

κ) κάθε άλλο αδίκημα που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από το οποίο προκύπτει περιουσιακό όφελος.»

Ως εδώ σωστά και μπράβο μας που επιτέλους μπήκαμε σε μια σειρά και προσπαθούμε από τότε να τιμωρήσουμε όσους θεωρούν ότι είναι ποιο «ίσοι», από μας τους υπόλοιπούς «ίσους»

Ας δούμε όμως πως λειτουργεί αυτός νόμος.

Σύμφωνα με την ΠΟΛ. 1067/5.4.2011 :

«Η υποχρέωση των υπόχρεων προσώπων και των υπαλλήλων τους, στους οποίους περιλαμβάνονται τα διευθυντικά στελέχη, να ενημερώνουν αμελλητί, με δική τους πρωτοβουλία, την Επιτροπή καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (Επιτροπή άρθρου 7 του ν. 3691/2008), όταν γνωρίζουν ή έχουν σοβαρές ενδείξεις ή υποψίες ότι διαπράττεται ή επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατία.»

«Επιπλέον, με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι τα πρόσωπα που αναφέρονται στις περιπτώσεις ε΄, στ΄ και ιγ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του ως άνω ν. 3691/2008, μεταξύ των οποίων οι λογιστές που δεν συνδέονται με σχέση εξηρτημένης εργασίας και οι ιδιώτες ελεγκτές, οι φορολογικοί ή φοροτεχνικοί σύμβουλοι και οι εταιρείες φορολογικών ή φοροτεχνικών συμβουλών, καθώς και οι συμβολαιογράφοι και δικηγόροι κατά την έννοια της ως άνω περίπτωσης ιγ΄, δεν υπόκεινται στις παραπάνω υποχρεώσεις όσον αφορά στις πληροφορίες που λαμβάνουν από ή σχετικά με πελάτη τους, κατά τη διαπίστωση της νομικής θέσης του πελάτη ή όταν τον υπερασπίζονται ή τον εκπροσωπούν στο πλαίσιο ή σχετικά με δίκη, συμπεριλαμβανομένων των συμβουλών για την κίνηση ή την αποφυγή δίκης, ανεξαρτήτως αν οι πληροφορίες λαμβάνονται πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά τη δίκη».

«Περαιτέρω, με τις διατάξεις της περ. γ΄ του άρθρου 29 του ίδιου ως άνω ν. 3691/2008 ορίζεται η υποχρέωση των υπόχρεων προσώπων να υποβάλλουν στην Επιτροπή του άρθρου 7 του νόμου αυτού (νυν Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, όπως ισχύει) αναφορές ύποπτων συναλλαγών που ενδέχεται να συνδέονται με αδικήματα φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας, καθώς και με λοιπά αδικήματα αρμοδιότητας ελέγχου του Σ.Δ.Ο.Ε. που υπάγονται στα βασικά αδικήματα του άρθρου 3 του ίδιου νόμου (δηλαδή όλα τα αδικήματα που απαριθμούνται στο εν λόγω άρθρο, πλην των περιπτώσεων α’, β’ και ιγ’, κατά το μέρος που από τη διάπραξή τους προκύπτει οικονομικό όφελος).»

«Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν να υποβάλλουν αναφορά στην Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, όπως ισχύει, όταν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους αντιλαμβάνονται ύποπτες συναλλαγές, δηλαδή συναλλαγές οι οποίες ενδεχομένως υποκρύπτουν νομιμοποίηση προϊόντος εγκλήματος (μετατροπή, μεταβίβαση, κατοχή, χρησιμοποίηση κ.λπ.), το οποίο μπορεί να προέρχεται από οποιαδήποτε εγκληματική δραστηριότητα, από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 3 του ν. 3691/2008 (π.χ. δωροδοκία, σωματεμπορία, εμπορία ναρκωτικών, φοροδιαφυγή που συνιστά φορολογικό αδίκημα, αδικήματα λαθρεμπορίας κ.λπ.), και όχι για αυτήν καθ’ αυτήν την εγκληματική πράξη.

Συνεπώς, αντικείμενο αναφορών των υπόχρεων προσώπων θα πρέπει να αποτελεί η χρήση του προερχόμενου από εγκληματική δραστηριότητα προϊόντος με σκοπό την νομιμοποίησή του και όχι η τέλεση συγκεκριμένης και εξειδικευμένης αξιόποινης πράξης (π.χ. απάτη ή υπεξαίρεση ή κλοπή κ.λπ.), για την τέλεση της οποίας αρκεί απλή και γενική υπόνοια.»
Η συγκεκριμένη εγκύκλιος , που υπογράφεται από τον τότε Διευθυντή Φορολογικών Ελέγχων, δίνει και παραδείγματα για την εφαρμογή της:

«Παραδείγματα:

α) Οι λογιστές – ελεύθεροι επαγγελματίες, οι ιδιώτες ελεγκτές και οι φορολογικοί ή φοροτεχνικοί σύμβουλοι δεν είναι υποχρεωμένοι να αναφέρουν στην Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, όπως ισχύει, περιπτώσεις ενδεχόμενης φοροδιαφυγής ή δωροδοκίας ή λαθρεμπορίας που υποπίπτουν στην αντίληψή τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, αλλά μόνο περιπτώσεις ενδεχόμενης νομιμοποίησης εσόδων (ξέπλυμα χρήματος) που προέρχονται από τη συγκεκριμένη εγκληματική δραστηριότητα.

Έτσι, για παράδειγμα, όταν λογιστές παρατηρήσουν, κατά την άσκηση της εργασίας τους, ότι πελάτες τους ενδεχομένως προβαίνουν σε πράξεις φοροδιαφυγής γενικώς (π.χ. δεν έχουν αποδώσει τους οφειλόμενους φόρους), δεν αποστέλλουν σχετική αναφορά στην Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, όπως ισχύει. Αντιθέτως, όταν διαπιστώσουν περίπτωση φοροδιαφυγής (π.χ. μη απόδοση Φ.Π.Α.) εκ μέρους πελάτη τους και ταυτόχρονα αγορά από τον ίδιο κινητών ή ακίνητων περιουσιακών στοιχείων μεγάλης αξίας, τότε οφείλουν να αποστείλουν σχετική αναφορά στην ανωτέρω Αρχή.

β) Οι κτηματομεσίτες, όταν μεσολαβούν στη μεταβίβαση ακινήτων και, από τις γενικές πληροφορίες που συλλέγουν για τους πελάτες τους με βάση τις υποχρεώσεις τους που προβλέπονται από το ν. 3691/2008, αποκομίζουν την εντύπωση ότι η γενική οικονομική κατάσταση κάποιου πελάτη δεν δικαιολογεί το ύψος της συναλλαγής, τότε οφείλουν να αποστείλουν σχετική αναφορά στην Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, όπως ισχύει

γ) Εάν έμποροι αγαθών μεγάλης αξίας, π.χ. έμποροι πολυτελών αυτοκινήτων, κατά το άρθρο 5, παρ. 1 περ. ι΄ του ν. 3691/2008 (σχετική η Κ.Υ.Α. 1077797/20542/ΔΕ−Ε/8.6.2010), διαπιστώσουν επιμονή του πελάτη για αγορά αυτοκινήτου τοις μετρητοίς, παρά μάλιστα τη σχετική απαγόρευση με βάση τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 5 του άρθρου 20 του ν. 3842/2010 (σχετική η Α.Υ.Ο./ΠΟΛ.1027/9.2.2011), τότε οφείλουν να αναφέρουν το γεγονός στην Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, όπως ισχύει, διότι στην περίπτωση αυτή ενδέχεται να υποκρύπτεται απόπειρα ξεπλύματος χρήματος.

Τα ίδια ως άνω ισχύουν αναλογικά και για τα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα αρμοδιότητας Γενικής Δ/νσης Φορολογικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών, ήτοι οίκους δημοπρασίας, εκπλειστηριαστές και ενεχυροδανειστές.

Σημειώνεται, επίσης, ότι σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 26 του ως άνω νόμου, τα υποκαταστήματα και γραφεία αντιπροσωπείας ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων ή χρηματοπιστωτικών οργανισμών που λειτουργούν σε άλλη χώρα διαβιβάζουν τις πληροφορίες της παραγράφου 1 στην αντίστοιχη με την Επιτροπή του άρθρου 7 (νυν Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, όπως ισχύει) αλλοδαπή υπηρεσία ή μονάδα ή αρχή και στη μητρική τους εταιρεία, με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 32.

Ειδικά, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 26, η αναφορά ύποπτων συναλλαγών προς την Επιτροπή του άρθρου 7 (νυν Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, όπως ισχύει) από τα πιστωτικά ιδρύματα, τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους, συνεπώς και από τις εταιρείες κεφαλαίου επιχειρηματικών συμμετοχών, υποβάλλεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 44 του ν. 3691/2008.

Υπενθυμίζουμε ότι στην ιστοσελίδα της Επιτροπής του άρθρου 7 του ν. 3691/2008 (νυν Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, όπως ισχύει) (www.hellenic-fiu.gr) έχουν αναρτηθεί, μεταξύ άλλων, και υποδείγματα αναφοράς ύποπτων συναλλαγών ανά κατηγορία υπόχρεων προσώπων, για τη διευκόλυνση των αναφερόντων.

Τέλος, κρίνουμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε επίσης ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του ν. 3691/2008, τα υπόχρεα νομικά πρόσωπα, οι υπάλληλοι και τα διευθυντικά στελέχη τους και τα υπόχρεα φυσικά πρόσωπα απαγορεύεται να γνωστοποιούν στον εμπλεκόμενο πελάτη ή σε τρίτους, με την επιφύλαξη των οριζομένων στο άρθρο 32 του ν. 3691/2008, ότι διαβιβάστηκαν αρμοδίως ή ζητήθηκαν πληροφορίες ή ότι διεξάγεται ή ενδέχεται ή πρόκειται να διεξαχθεί έρευνα για αδικήματα ξεπλύματος χρήματος ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Με τις ίδιες διατάξεις ορίζεται ότι τα φυσικά πρόσωπα που παραβιάζουν από πρόθεση το καθήκον εχεμύθειας τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή.»

Με άλλη εγκύκλιο του το υπουργείο οικονομικών, έρχεται να αλλάξει τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες κάποιοι από τους υπόχρεους είναι υποχρεωμένοι να αποστείλουν καταγγελία στην «Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης»

Στην εγκύκλιο ΠΟΛ.1196/16.10.2012, που τροποποιεί την ΠΟΛ. 1067/5.4.2011 αναφέρεται για παράδειγμα:

Οι λογιστές - ελεύθεροι επαγγελματίες, οι ιδιώτες ελεγκτές και οι φορολογικοί ή φοροτεχνικοί σύμβουλοι είναι υποχρεωμένοι να αναφέρουν στην Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, όπως ισχύει, περιπτώσεις ενδεχόμενης φοροδιαφυγής ή δωροδοκίας ή λαθρεμπορίας που υποπίπτουν στην αντίληψή τους κατά την άσκηση του λογιστικού, ελεγκτικού ή συμβουλευτικού έργου τους, για περιπτώσεις ενδεχόμενης νομιμοποίησης εσόδων (ξέπλυμα χρήματος) που προέρχονται από τη συγκεκριμένη εγκληματική δραστηριότητα.

Έτσι, για παράδειγμα, όταν λογιστές παρατηρήσουν ή υποψιαστούν, κατά την άσκηση της εργασίας τους, ότι πελάτες τους ενδεχομένως προβαίνουν σε πράξεις φοροδιαφυγής γενικώς (π.χ. δεν έχουν περιλάβει στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος μέρος των εισοδημάτων τους από οποιαδήποτε πηγή, δεν έχουν αποδώσει τους οφειλόμενους φόρους, τέλη, εισφορές ή έχουν εκδώσει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία ή είναι λήπτες εικονικών στοιχείων κ.λ.π.), τότε οφείλουν να αποστείλουν σχετική αναφορά στην Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, όπως ισχύει.

Συνεπώς οι λογιστές, λόγω της ειδικής φύσεως του αδικήματος της φοροδιαφυγής, θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους το γεγονός ότι η διαπίστωση φοροδιαφυγής ή πράξεων που υποκρύπτουν φοροδιαφυγή συνεπάγεται ταυτόχρονα και αυτόθροα την ύπαρξη ενδεχόμενης νομιμοποίησης εσόδων χωρίς να απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός του ύποπτου χαρακτήρα αυτών.

Ως εκ τούτου, οι λογιστές άπαξ και σχηματίσουν υποψίες ή υπόνοιες τέλεσης πράξεων φοροδιαφυγής (και όχι βεβαιωμένη κατ' ανάγκη φοροδιαφυγή) από πελάτες τους κατά την εκτέλεση του έργου τους οφείλουν να υποβάλουν αναφορά στην Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, όπως ισχύει.
Σημειώνεται ότι η ανωτέρω υποχρέωση αποστολής αναφοράς στην Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008 σε περίπτωση υποψίας ή υπόνοιας τέλεσης του αδικήματος της φοροδιαφυγής ισχύει ανάλογα και για τα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα αρμοδιότητας της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών (περ. ε', παρ. 2 αρθ. 6 του ν.3691/2008, όπως ισχύει).»

Δηλαδή οι λογιστές που με την ΠΟΛ.1067/5.4.2011:

«παρατηρήσουν, κατά την άσκηση της εργασίας τους, ότι πελάτες τους ενδεχομένως προβαίνουν σε πράξεις φοροδιαφυγής γενικώς (π.χ. δεν έχουν αποδώσει τους οφειλόμενους φόρους), δεν αποστέλλουν σχετική αναφορά στην Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, όπως ισχύει.»

Με την νέα εγκύκλιο πρέπει να καταγγέλλουν και την μη απόδοση των φόρων (παρακρατούμενων και μη), έστω και αν βλέπουν ότι ο πελάτης τους δεν κάνει φοροδιαφυγή γιατί «οδηγεί» τα χρήματα τα τους σε ακίνητα και πολυτελή αυτοκίνητα αλλά δεν έχει απλά να πληρώσει.

Πριν λίγες μέρες δημοσιοποιήθηκε η ΠΟΛ.1185/23.7.2013 με τον ευφάνταστο τίτλο «Ενδείξεις συναλλαγών/δραστηριοτήτων ασυνήθων ή ύποπτων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας»

Διαβάζοντάς την κανείς μένει σίγουρός ότι ο συντάκτης της έχει διαβάσει Όργουλ, είναι αποτυχημένος φοιτητής της ψυχολογίας και πάνω από όλα ότι την ώρα που προσπαθούσε να συντάξει την εγκύκλιο με το ένα χέρι , με το άλλο προσπαθούσε να στείλει δήλωση φορολογίας εισοδήματος στο taxis και δεν έφευγε.

Η εγκύκλιος απευθύνεται σε 9 επαγγελματικούς κλάδους:

- οι εταιρείες κεφαλαίου επιχειρηματικών συμμετοχών,

- οι εταιρείες παροχής επιχειρηματικού κεφαλαίου,

- οι φορολογικοί ή φοροτεχνικοί σύμβουλοι και οι εταιρείες παροχής φορολογικών ή φοροτεχνικών συμβουλών,

- οι λογιστές που δεν συνδέονται με σχέση εξηρτημένης εργασίας και οι ιδιώτες ελεγκτές,

- οι κτηματομεσίτες και οι κτηματομεσιτικές εταιρείες,

- οι οίκοι δημοπρασίας,

- οι έμποροι αγαθών μεγάλης αξίας

- οι εκπλειστηριαστές,

- οι ενεχυροδανειστές.

Από τους κλάδους αυτούς , η Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, ζητά την συνδρομή τους στην πάταξη της φοροδιαφυγής και δίνει ορισμένων ενδεικτικών περιπτώσεων ασυνήθων ή ύποπτων συναλλαγών ή δραστηριοτήτων που δύνανται να συνδέονται με απόπειρα ή διάπραξη των αδικημάτων της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

Από όσα αναφέρονται όμως στην εγκύκλιο, θα μπορούσαν να μην αποτελούν προβλήματα αν το ίδιο το υπουργείο είχα βάλει σε εφαρμογή νομοθετικές διατάξεις που το ίδιο έχει ψηφίσει εδώ και χρόνια.
 
Για παράδειγμα η εγκύκλιο αναφέρει:

1. Απροθυμία πελάτη να προσκομίσει κατά τη σύναψη της συναλλαγής τα προβλεπόμενα έγγραφα επαλήθευσης της ταυτότητάς του (Α.Υ.Ο.Ο. 1051027/20340/ΔΕ-Ε/20.4.2010 ΦΕΚ Β' 605/7-5-2010) ή όταν αυτός προσκομίζει έγγραφα αμφιβόλου γνησιότητας ή δίνει ανεπαρκείς ή ανακριβείς πληροφορίες.

(Με βάση την παράγραφο 1 του άρθρο 20 του ν.3842/2010 ορίζεται ότι

«1. Για συναλλαγές επιτηδευματιών με άλλους επιτη­δευματίες και πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 2 του Κ.Β.Σ. τα δεδομένα των φορολογικών στοιχείων, που εκδίδονται, διαβιβάζονται ηλεκτρονικά σε βάση δεδομένων της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζεται ο χρόνος και η διαδικασία σταδιακής εφαρμογής των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου με βάση την αξία της συναλλαγής ή τον κύκλο εργασιών και οι τεχνικές προδιαγραφές διαβίβασης των δεδομένων.»

Αν λοιπόν είχε υλοποιηθεί αυτή υποχρέωση της διοίκησης θα μπορούσαμε να έχουμε άμεσα τον έλεγχο του αντισυμβαλλόμενου, έτσι ώστε και οι εταιρίες να προστατεύονται από τα πλαστά και εικονικά τιμολόγια και κανείς να μην μπορεί να δώσει πλαστά στοιχεία.

Ακόμη εντύπωση μας έκανε η επιμονή των συνταχτών στις συναλλαγές πάνω από 15.000 ευρώ. Ποιο συγκεκριμένα αναφέρεται:

12. Επαναλαμβανόμενες όμοιες συναλλαγές για ποσά λίγο κάτω από το ελάχιστο όριο, για το οποίο απαιτείται εφαρμογή μέτρων δέουσας επιμέλειας (15.000 ευρώ).

Να θυμίσουμε στον/ην συντάκτρια του κειμένου και πάλι το άρθρο 20 του ν.3842/2010

«2. Φορολογικά στοιχεία αξίας ή λοιπά έγγραφα που εκδίδονται ή συντάσσονται αντί φορολογικών στοιχείων, συνολικής αξίας άνω των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, τα οποία εκδίδονται για συναλλαγές μεταξύ επιτηδευματιών εξοφλούνται μέσω επαγγελματικών τραπεζικών λογαριασμών του εκδότη - πωλητή αγαθών ή υπηρεσιών και του λήπτη των αντίστοιχων στοιχείων ή επιταγών που εξοφλούνται μέσω των ίδιων λογαριασμών, οι κινή­σεις των οποίων διαβιβάζονται σε ηλεκτρονική βάση δεδομένων της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, χωρίς να ισχύει ως προς τούτο το τραπεζικό απόρρητο. Οι Τράπεζες δεν επιτρέπεται να χρεώνουν αμοιβές για τη λειτουργία των επαγγελματικών λογαριασμών.

3. Τα φορολογικά στοιχεία συνολικής αξίας χιλίων πε­ντακοσίων (1.500) ευρώ και άνω, που εκδίδονται για πώληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών σε ιδιώτες, εξοφλούνται από τους λήπτες τους, αγοραστές των αγαθών ή των υπηρεσιών, μέσω τράπεζας, με χρεωστικές ή πιστωτικές κάρτες ή μέσω τραπεζικού λογαριασμού και με επιταγές. Δεν επιτρέπεται εξόφληση των στοιχείων αυτών με μετρητά. Οι Τράπεζες δεν επιτρέπεται να χρεώνουν αμοιβές για την κατάθεση των ποσών αυτών σε τραπεζικούς λογαριασμούς.»

Επίσης να της θυμίσουμε και τον νέο ΚΦΑΣ (ν.3093/2012) ο οποίος ότι συναλλαγές πάνω από 3.000ευρω εξοφλούνται υποχρεωτικά με τους τρόπους που αναφέρει και το άρθρο 20 του ν.3842/2010.
Εκτός να το κείμενο έχει συνταχθεί πριν το 2010 και εμφανίστηκε σήμερα .

Μία ακόμη οδηγία που μας έκανε εντύπωση είναι αυτή που αναφέρεται στην πληροφορίες από εξωτερική πηγή. Ποιο συγκεκριμένα:

4. Υπάρχουν πληροφορίες από εξωτερική πηγή (τοπική κοινωνία, μέσα ενημέρωσης, κ.λπ.) ότι πελάτης εμπλέκεται σε δραστηριότητες που πιθανώς συνδέονται με φοροδιαφυγή ή ότι διάγει πολυτελή βίο.
Μήπως θα έπρεπε η αρμόδια διεύθυνση κάθε πρωί να διαβάζει τις εφημερίδες και τα περιοδικά που κυκλοφορούν. Είμαστε σίγουροι ότι θα βγάλει πολλά «λαβράκια» από το περιεχόμενο τους .

Παραθέτουμε τις οδηγίες που δίνει η διεύθυνση φορολογικών ελέγχων, ώστε να έχετε μια πλήρη εικόνα.

«Α. Ενδείξεις συγκεκριμένων συναλλαγών / δραστηριοτήτων - που πρέπει να θεωρούνται ως ασυνήθεις ή ύποπτες νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κατά την έννοια των παρ. 13-14 του άρθρου 4 του ν.3691/2008 - μπορεί να αφορούν στην ταυτότητα του πελάτη ως ακολούθως:

1. Απροθυμία πελάτη να προσκομίσει κατά τη σύναψη της συναλλαγής τα προβλεπόμενα έγγραφα επαλήθευσης της ταυτότητάς του (Α.Υ.Ο.Ο. 1051027/20340/ΔΕ-Ε/20.4.2010 ΦΕΚ Β' 605/7-5-2010) ή όταν αυτός προσκομίζει έγγραφα αμφιβόλου γνησιότητας ή δίνει ανεπαρκείς ή ανακριβείς πληροφορίες.

2. Εκπρόσωπος νομικού προσώπου που επιχειρεί να πραγματοποιήσει συναλλαγή για λογαριασμό του νομικού προσώπου, αρνείται να δώσει τα προβλεπόμενα έγγραφα πιστοποίησης και επαλήθευσης της ταυτότητας του νομικού προσώπου (A.Y.Q.O. 1051027/20340/ΔΕ-Ε/20.4.2010 ΦΕΚ Β' 605/7-5-2010).

3. Επιμονή του πελάτη για διενέργεια και πληρωμή σε μετρητά συναλλαγών μεγάλης αξίας (ιδίως άνω των 15.000 ευρώ).

4. Υπάρχουν πληροφορίες από εξωτερική πηγή (τοπική κοινωνία, μέσα ενημέρωσης, κ.λπ.) ότι πελάτης εμπλέκεται σε δραστηριότητες που πιθανώς συνδέονται με φοροδιαφυγή ή ότι διάγει πολυτελή βίο.

5. Διενεργούνται συχνές ή σημαντικού ύψους συναλλαγές επί αγαθών μεγάλης αξίας οι οποίες δεν είναι συμβατές με το συνήθη τρόπο συναλλακτικής δραστηριότητας (ενδεικτικά παραπέμπουμε και στην Κ.Υ.Α. 1077797/20542/ΔΕ−Ε/8.6.2010 ΦΕΚ Β' 918/24-6-2010 & Β' 1057/13-7-2010 «Ορισμός κριτηρίων προσδιορισμού των εμπόρων αγαθών μεγάλης αξίας, ως υπόχρεων προσώπων του ν.3691/2008»).

6. Χρησιμοποιείται προσωπικός λογαριασμός του ιδιοκτήτη ή του υπαλλήλου εταιρείας, αντί του εταιρικού λογαριασμού, για τη διενέργεια συναλλαγών της εταιρείας, με σκοπό την απόκρυψη πωλήσεων ή άλλων εταιρικών γεγονότων.

7. Πραγματοποιούνται αγορές αγαθών μεγάλης αξίας, όπως σκαφών αναψυχής, πολυτελών αυτοκινήτων ή έργων τέχνης, από πρόσωπα εγκατεστημένα σε περιοχή εξωχώριων δραστηριοτήτων ή χώρα χαμηλής φορολογίας, των οποίων ο πραγματικός δικαιούχος είναι φυσικό πρόσωπο με δηλούμενο εισόδημα (βάσει εκκαθαριστικού σημειώματος) που δεν δικαιολογεί τις αγορές αυτές.

8. Δικηγόρος φέρεται να χρησιμοποιεί προσωπικούς του λογαριασμούς για συναλλαγές φυσικών ή νομικών προσώπων που εκπροσωπεί.

9. Ασυνήθης νευρικότητα στη συμπεριφορά προσώπων κατά τη διεξαγωγή συναλλαγής.

10. Μη επίδειξη εύλογου ενδιαφέροντος από τον πελάτη για τους κινδύνους ή τους οικονομικούς όρους της συναλλαγής.

11. Άρνηση του πελάτη να έχει προσωπικές επαφές με την επιχείρηση.

12. Επαναλαμβανόμενες όμοιες συναλλαγές για ποσά λίγο κάτω από το ελάχιστο όριο, για το οποίο απαιτείται εφαρμογή μέτρων δέουσας επιμέλειας (15.000 ευρώ).

13. Συχνή αλλαγή διεύθυνσης του πελάτη που δεν δικαιολογείται από την επαγγελματική του δραστηριότητα.

14. Περιπτώσεις πελατών, των οποίων αλλάζει συνεχώς η εμφάνισή και η συμπεριφορά, υποδηλώνοντας αλλαγή του βιοτικού τους επιπέδου.

15. Το τηλέφωνο του σπιτιού ή της επιχείρησης του πελάτη είναι απενεργοποιημένο.

16. Η ύπαρξη υπόνοιας ή η διαπίστωση ίδρυσης εικονικών επιχειρήσεων από τον πελάτη.

17. Αγοραπωλησία ακινήτου εμφανίζεται να έχει πραγματοποιηθεί χωρίς να έχει τηρηθεί ο απαιτούμενος από το νόμο τύπος, π.χ. με ιδιωτικό συμφωνητικό.

18. Από τα στοιχεία του ακινήτου που αναφέρονται στο συμβόλαιο μεταβίβασης προκύπτει ότι το ακίνητο έχει περιέλθει στην κυριότητα του πωλητή πολύ πρόσφατα (διαδοχικές αγοραπωλησίες ακινήτων).

Β. Ενδείξεις συμπεριφοράς υπαλλήλων υπόχρεων προσώπων που μπορεί να θεωρηθούν ύποπτες ότι συνδέονται με πρόθεση νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και θα πρέπει να ενεργοποιούν την προβλεπόμενη στις σχετικές διατάξεις διαδικασία:

1. Ο υπάλληλος κάνει σπάταλο τρόπο ζωής που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από το μισθό του.

2. Ο υπάλληλος παραλείπει να συμμορφωθεί με αναγνωρισμένες πολιτικές, διαδικασίες και μεθόδους.

3. Ο υπάλληλος είναι απρόθυμος να πάρει άδεια.

4. Αλλαγές στην απόδοση ή στον τρόπο συμπεριφοράς του υπαλλήλου.

5. Υπάλληλος διατηρεί κοινωνικές σχέσεις πέραν του συνήθους με πελάτες της εταιρείας.»

Τα προειδοποιητικά σημάδια ύποπτων ή ασυνήθων συναλλαγών, δραστηριοτήτων ή συμπεριφορών, που εκτέθηκαν στις ως άνω ενότητες Α και Β δεν υποδεικνύουν απαραίτητα νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή /και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

Ωστόσο, αποτελούν ενδείξεις για τα υπόχρεα πρόσωπα ότι θα πρέπει να προβαίνουν σε περαιτέρω διερεύνηση των ανωτέρω αναφερόμενων γεγονότων, ενεργοποιώντας την προβλεπόμενη στις σχετικές διατάξεις διαδικασία περί αποστολής αναφοράς ύποπτων συναλλαγών προς την Αρχή του Άρθρου 7 του ν.3691/2008, όπως ισχύει (ΠΟΛ.1196/16.10.2012).»
* Απόστολος Αλωνιάτης
Οικονομολόγος - Φοροτεχνικός, Α. Αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών & Φορολογικών Μελετών (Ι.Ο.ΦΟ.Μ), Οικονομικός Διευθυντής της PROSVASIS AEBE, Συγγραφέας
Πηγή :newmoney.gr
Επιμέλεια : NewsRoom Mykonos Ticker
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...