30 Απρ 2012

Διαπολιτισμικότητα και διδασκαλία ξένων ΓΛΩΣΣΩΝ


ΟΜΙΛΙΑ της ΔΡ Ευτυχίας Νικολακοπούλου
Σχολικής Συμβούλου Γαλλικής Ν.ΑΙΓΑΙΟΥ
“Η ποικιλομορφία των ανθρώπινων πολιτισμών βρίσκεται πίσω μας, γύρω μας μπροστά μας. Η μοναδική απαίτηση που μπορούσαμε να έχουμε είναι να  πραγματοποιείται κάτω από μορφές με τις οποίες η καθένας από αυτούς να συμβάλλει στην μεγαλύτερη γενναιοδωρία των άλλων»
(Lévi-Strauss, 1973).
Ο όρος «διαπολιτισμικότητα» εμφανίστηκε στη Γαλλία του 1970 όταν,ως απάντηση στην σημαντική παρουσία αλλοδαπών φοιτητών,ενθαρρύνθηκαν οι πρακτικές της διαπολιτισμικής  παιδαγωγικής με τη   διδασκαλία των «γλωσσών και πολιτισμών καταγωγής»........

Όμως, είναι στις αρχές του 1980, που αυτός ο όρος επιβλήθηκε στην διδακτική των γλωσσών. Η λέξη, δημιούργησε  παράλληλα  τη δική της μεθοδολογία, με την ονομασία «διαπολιτισμική προσέγγιση» και έχει  ως πρωταρχικό στόχο να προτείνει πρακτικές  τάξης, οι οποίες  μέσα από την  ανακάλυψη των αντίστοιχων πολιτισμών σε ένα παιχνίδι «διασταυρωμένων βλεμμάτων», υποστηρίζει  το σεβασμό  της διαφορετικότητας.

Εν τούτοις αυτό το παιχνίδι  περιορίζεται συχνά στη δημιουργία μιας συγκριτικής διαδικασίας που ενώ είναι το νόμιμο σημείο εκκίνησης μιας διαπολιτισμικής πορείας,   κινδυνεύει να κάνει κοινότυπη την έννοια ή να ενισχύσει παράδοξα, τα στερεότυπα της ταυτότητας, αν δεν μπορέσει να αποτελέσει το ίδιο ένα  αυτοσκοπό.

Ο κίνδυνος αυτός επισημαίνεται άλλωστε  από έναν ορισμένο αριθμό εκπαιδευτικών: αν ο D Bertrand, το 1983, γράφει: « διαπολιτισμός, διαπολιτιστικότητα, διαπολιτισμικότητα, διαπολιτισμικός», το πεδίο των νεολογισμών είναι ευρύ, άλλα ο ορισμός είναι περιορισμένος, εκφράζοντας έτσι την ανησυχία ότι «ο διαπολιτισμός  και διαπολιτιστικό γίνονται  οι σερβιτόροι της μεθοδολογίας».

Την ίδια εποχή ο  C.Compte εξετάζει την πολυπλοκότητα της έννοιας και ταυτίζει σύμφωνα με την διαφορετική  αξία που το πρόθεμα – inter μπορούσε να  έχει, τις τρεις  συμπληρωματικές ερμηνείες της λέξης:

-η πρώτη ερμηνεία, όπου το πρόθεμα–INTER, όπως στη λέξη διαδράση « interaction», παραπέμπει στην ιδέα  της σύνδεσης ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς και της αλληλεπίδρασής τους.

-η δεύτερη ερμηνεία, όπου το πρόθεμα –INTER, όπως στη λέξη « interlangue », δια-γλώσσα κάνει την διαπολιστιστικότητα «interculture» ,   μια ενδιάμεση κατάσταση που κατέχει τη δικιά της λογική δομή  και μια  σύζευξη  δύο πολιτισμών,

-η τρίτη ερμηνεία, όπου το πρόθεμα –INTER, όπως στη λέξη « interdiscipline» «διαθεματικότητα», επιτρέπει να μιλάμε για συνάφεια πολλών πολιτισμών που δρουν με αμοιβαίες διαδράσεις έτσι ώστε να φθάνουν σ’ ένα στόχο που θα ξεπερνούσε τους  σκοπούς και τις ιδιαιτερότητες  κάθε μιας από τις δομές αν τις εξετάζαμε ξεχωριστά.

Είναι το  1989 που ο M. Abdallah-Pretceille πρότεινε  έναν ορισμό ο οποίος παραπέμπει στην ιδέα της διαδραστικής εστίας  σύμφωνα με την οποία ο διαπολιτισμός  είναι η διαδράση  ανάμεσα σε δύο ταυτότητες που αλληλο-μοιράζονται μια έννοια, σε ένα πλαίσιο που θα πρέπει να αποσαφηνίζεται κάθε φορά: το διαπολιτιστικό είναι επομένως πριν από όλα, μια σχέση ανάμεσα σε δύο άτομα που έχουν εσωτερικεύσει,  στην υποκειμενικότητά τους, μια μόρφωση, κάθε φορά μοναδική, σε σχέση με την ηλικία τους, το φύλλο τους, την κοινωνική τους κατάσταση και την προσωπική τους πορεία.

Πιο πρόσφατα, το έτος (2002), ο  Ch.Puren μίλησε για συν-πολιτισμό « co-culture » υποδηλώνοντας  με αυτό: την κοινή δράση, παρ’ όλες και με τις ίδιες της διαφορές μας,  πράγμα το οποίο μας υπενθυμίζει την «συνάφεια ανάμεσα σε πολλούς πολιτισμούς…» για την οποία μιλούσε ο C. Compte.

Οι αλλεπάλληλοι σ’όλο αυτό το χρονικό διάστημα ορισμοί, αποδεικνύουν εύστοχα την πολυπλοκότητα της έννοιας και οι διάφοροι άξονες αναφοράς δεν μπορούν να θεωρηθούν ξεχωριστά οι μεν από τους δε, ιδίως όταν πρόκειται να καθοριστούν  πρακτικές της τάξης για την ανάπτυξη αυτού που αποκαλούμε από εδώ και στο εξής  μια  δεξιότητα «επικοινωνιακο-πολιτιστική» η οποία εκ των πραγμάτων έχει ως προορισμό να εκδηλώνεται πάντα ως διαπολιτισμική δεξιότητα, δεδομένης της προσωρινής κατάστασης που τη χαρακτηρίζει.

Έχοντας ως δεδομένη την πολυπλοκότητα αυτής της δεξιότητας και όπως ακριβώς κάνει το Πλαίσιο (στη Γαλλική γλώσσα) για την γλωσσολογική και επικοινωνιακή δεξιότητα, ο J-Cl. Beacco διακρίνει, μέσα στην διαπολιτισμική δεξιότητα, πέντε στοιχεία που καλύπτουν τις διαστάσεις: συναισθηματικό, παιδαγωγικό και στοχαστικό της πολιτισμικής γνώσης:

Το εθνο-γλωσσολογικό στοιχείο, που καθορίζεται από την « ικανότητα λεκτικής διαχείρισης των κοινωνικών κανόνων που είναι η βάση των επικοινωνιακών συμπεριφορών και που ασκούν επίδραση στην επιτυχία της επικοινωνίας»

Το στοιχείο της δράσης, πραγματιστικού τύπου, είναι αυτό που « περιλαμβάνει τη γνώση πώς να ενεργεί κανείς στο ελάχιστο, μέσα σε μια λίγο γνωστή κοινωνία, με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να τη διαχειρίζεται μέσα σε αυτή την υλική και σχεσιακή ζωή του σύμφωνα με τα προσωπικές του ανάγκες», κι αυτό δίχως να ξεχνάμε ότι η λειτουργική άποψη έχει πάντα σαφώς καθορισμένα πολιτισμικά χαρακτηριστικά (π.χ. οι ώρες λειτουργίας κάποιων καταστημάτων, κ.λ.π),

Το στοιχείο των σχέσεων που αφορά τις στάσεις και τις λεκτικές ικανότητες με τους εγγενείς, πράγμα το οποίο έχει ως συνέπεια τη δημιουργία  θετικής  στάσης ανοίγματος και ενδιαφέροντος προς τους άλλους

Το ερμηνευτικό στοιχείο που αφορά, όπως το λέει και η ίδια η λέξη, την ερμηνεία/ εξήγηση της κοινωνίας  με  τα λόγια ή τις εικόνες ή το  διάλογο που φέρνουν οι ίδιοι οι εκπαιδευόμενοι στην τάξη. 

Το εκπαιδευτικό ή διαπολιτισμικό στοιχείο που αφορά το πολιτισμικό υλικό ως αντικείμενο αξιολογικών κρίσεων από την πλευρά των μαθητών που είναι πιθανό να προκαλέσουν αντιδράσεις εθνοκεντρισμού και μη παραδοχής, ανάπτυξης συσσώρευσης και πολιτισμικής εξάρτησης, κοινωνικού αποκλεισμού ή παραφροσύνης.
Αυτό το τελευταίο στοιχείο, προσθέτει ο Beacco, « έχει ως στόχο τη δραστηριότητα πάνω σ’ αυτές τις αναπαραστάσεις και τις αρνητικές διαγωγές καθώς και στο να οδηγήσει τους μαθητές σε μια πιο ανοικτή και διαθέσιμη μορφή πολιτισμικής ταυτότητας. Αποτελεί, για τον εκπαιδευτικό, έναν από τους προνομιακούς παιδαγωγικούς τόπους που αναπτύσσεται μια διερευνητική αντιδραστική προσέγγιση πάνω σε κάποιες στάσεις που για να κατανοήσουν τη φύση τους»

Μια από τις παιδαγωγικές αρχές στις οποίες στηρίζεται η  Διαπολιτισμική Προσέγγιση της Εκπαίδευσης είναι η ερευνητική διαπίστωση σύμφωνα με την οποία οι μαθητές αναπτύσσουν πραγματική επιθυμία για μάθηση, όταν αισθάνονται ότι αναγνωρίζεται η αξία τους και όταν σε αυτή τη διαδικασία μπορούν να καταθέσουν τις εμπειρίες τους. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο αισθάνονται  ότι αναγνωρίζεται η πολιτισμική τους ταυτότητα και νιώθουν ότι μπορούν να αναζητήσουν το χώρο να δράσουν και να παρέμβουν στη διαδικασία διερευνώντας, διατυπώνοντας απορίες αλλά και δοκιμάζοντας μαζί με τους άλλους και σε αλληλεπίδραση μαζί τους λύσεις και διευρύνοντας τις εμπειρίες και τα ενδιαφέροντά τους.

Αν κάποιοι εκπαιδευτικοί θεωρούν ότι οι αλλοδαποί μαθητές δυσκολεύουν την απρόσκοπτη εξέλιξη της εκπαιδευτικής διαδικασίας και εστιάζουν μόνο στις δυσκολίες επικοινωνίας και στην αδυναμία αυτών των μαθητών να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της ξένης γλώσσας είναι δυνατό να τους  οδηγήσουν
Στο εκπαιδευτικό περιθώριο και την «παραβατική» συμπεριφορά.

ΟΜΑΔΙΚΕΣ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΕΙΣ
Είναι λοιπόν απαραίτητες οι εκπαιδευτικές μέθοδοι που ενθαρρύνουν την ανταλλαγή εμπειριών μεταξύ των μαθητών τη συνεργασία, τη διερευνητική μάθηση, την ενεργό συμμετοχή και την ανάπτυξη κριτικού στοχασμού. Οι  διερευνητικές  προσεγγίσεις και οι διαθεματικές συσχετίσεις καθιστούν ολιστική και όχι κατακερματισμένη την προσέγγιση της γνώσης, καθότι εμπλέκουν και συνδέουν διαφορετικές γνωστικές περιοχές (Γλώσσα, Μαθηματικά, Φυσική, Ιστορία, Θρησκευτικά…). Πρόκειται για προσεγγίσεις που αξιοποιούν γνώσεις και βιώματα των μαθητών, διευκολύνουν τις διερευνητικές δραστηριότητες και, με τον τρόπο αυτό, δίνουν νόημα στη δράση τους.

Οι πρακτικές αυτές εφαρμοζόμενες στην ενδο-σχολική διαδικασία αναπτύσσουν ένα συνεργατικό και ανα-στοχαστικό κλίμα, που διευκολύνει την αμοιβαία σχέση θεωρίας και πράξης και μετατρέπει τους εκπαιδευτικούς από «καταναλωτές» της έρευνας σε ερευνητές της δικής τους εκπαιδευτικής πράξης.
Σημαντικό λοιπόν ρόλο στην αντιμετώπιση των προβλημάτων αλλά και στη βελτίωση του εκπαιδευτικού πλαισίου και του πνεύματος της διαπολιτισμικότητας διαδραματίζει ο ίδιος ο εκπαιδευτικός: διερευνώντας αφενός το συγκεκριμένο εκπαιδευτικό πλαίσιο και αξιοποιώντας αφετέρου ποικίλες θεωρίες και τα διάφορα πολιτισμικά πλαίσια σχεδιάζει λύσεις και διερευνά την αποτελεσματικότητά τους στο συγκεκριμένο εκάστοτε εκπαιδευτικό περιβάλλον. Δεν είναι επομένως ένα απλό  φερέφωνο και διεκπεραιωτής αλλά είναι ο συντονιστής των μαθησιακών συνθηκών που υλοποιεί το εκπαιδευτικό πρόγραμμα ως ηγέτης της μαθητείας και ανάλογα με το πολιτισμικό υπόβαθρο των εκπαιδευομένων.









Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...