«Υπερβολική δόση λιτότητας» είναι ο τίτλος της
γερμανικής εφημερίδας Süddeutsche Zeitung, που δημοσιεύει συνέντευξη του Γιόζεφ
Στίγκλιτζ, πρώην επικεφαλής οικονομολόγου της Παγκόσμιας Τράπεζας και
βραβευμένου με Νόμπελ Οικονομίας αναφορικά με την πολιτική που ακολουθεί η
Ευρώπη στην κρίση και μία νέα παγκόσμια τάξη.....
Σύμφωνα με
τον Στίγλιτζ, συνεχίζουν να υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι για την παγκόσμια
οικονομία: «Μεγαλύτερη ανησυχία μου προκαλεί η Ευρώπη. Οι περισσότερες κυβερνήσεις
εφαρμόζουν προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής. Αυτό οξύνει την επιβράδυνση
της οικονομίας. Η Ευρώπη κινδυνεύει να εισέλθει σε μία δεύτερη ύφεση σε σύντομο
χρονικό διάστημα. Τα επόμενα χρόνια θα είναι πραγματικά δύσκολα. Αλλά η
ευρωπαϊκή ήπειρος θα έχει μακροπρόθεσμα ένα σπουδαίο μέλλον».
Ο βραβευμένος οικονομολόγος είναι αυστηρός επικριτής της διαχείρισης της κρίσης από τους Ευρωπαίους πολιτικούς: «Οι πολιτικοί επικεντρώθηκαν στο να πιέσουν τη Νότια Ευρώπη σε εφαρμογή λιτότητας και μεταρρυθμίσεων. Οι δημοκρατίες μπορούν, όμως, να αντέξουν περικοπές χωρίς να βλέπουν αποτελέσματα μέχρι ενός συγκεκριμένου σημείου. Το φως στο τέλος του τούνελ, που υποσχέθηκαν στον κόσμο, δεν έχει φανεί ακόμη. Για το λόγο αυτό θα συνεχίζει να αυξάνεται η οργή και η δυσαρέσκεια στις χώρες που πλήττονται από κρίση. Και ειδικά λόγω της ύφεσης. Διότι τα έσοδα από τη φορολογία είναι λιγότερα και οι κοινωνικές δαπάνες υψηλότερες από τα αναμενόμενα εξαιτίας της επιβράδυνσης της οικονομίας. Συνέπεια αυτού είναι να μην επιτυγχάνονται σε μόνιμη βάση οι δημοσιονομικοί στόχοι».
Η πολιτική αυτή πρέπει να αποτύχει, τονίζει ο Στίγκλιτζ. «Δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο ούτε ένα παράδειγμα, όπου οι περικοπές μισθών, συντάξεων και κοινωνικών δαπανών να οδήγησαν στην εξυγίανση ενός ασθενούς κράτους.
Χώρες, όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία, χρειάζονται μία αξιόπιστη προοπτική για νέα ανάπτυξη. Οι πολιτικοί το γνωρίζουν, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχουν κάνει τίποτα για να βελτιώσουν την κατάσταση», καταγγέλλει.
Ερωτηθείς σχετικά με το τι πρέπει να γίνει, ο Στίγκλιτζ απαντάει: «Σε δύσκολους καιρούς οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να μειώνουν τις δημόσιες δαπάνες, αλλά να τις αυξάνουν. Το δημοσιονομικό έλλειμμα δεν θα αυξηθεί, εάν αυξηθούν ταυτόχρονα και τα έσοδα από τους φόρους. Σε μία τέτοια περίπτωση η οικονομία θα αναπτυχθεί σε πολλαπλάσιο βαθμό σε σχέση με τα χρήματα που διατέθηκαν».
Ο Στίγκλιτζ είναι θετικός στο ενδεχόμενο επιβολής φόρου επί των χρηματοοοικονομικών συναλλαγών, όπως συζητείται στη Γερμανία και σε άλλα κράτη. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων θα μπορούσε, επίσης, να ενισχύσει μικρομεσαίες επιχειρήσεις με μεγαλύτερα δάνεια. Πολλές τράπεζες αρνούνται να το κάνουν παρά το γεγονός ότι η ΕΚΤ τούς εξοπλίζει με μεγάλη ρευστότητα, επισημαίνει.
Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί πρέπει να αναγνωρίσουν ότι ο ακολουθούμενος σήμερα δρόμος της λιτότητας είναι ο λάθος δρόμος, επιμένει ο Αμερικανός οικονομολόγος. «Η υπερβολική δόση λιτότητας χειροτερεύει τα πάντα».
Το δημόσιο χρέος είναι πολύ μεγάλο «ασφαλώς στην Ελλάδα», μάλλον και στην Πορτογαλία, αλλά και στην Ιρλανδία, παρατηρεί ο Στίγκλιτζ. «Αντί να χορηγηθούν δάνεια, για ορισμένα κράτη θα ήταν προτιμότερη λύση μία αναδιάρθρωση του χρέους τους.
Το κούρεμα του ελληνικού χρέους είναι δυστυχώς πολύ περιορισμένο και αυτό επειδή υπάρχει ο φόβος της χρεοκοπίας. Αλλά και η χρεοκοπία κρατών ανήκει στον σύγχρονο καπιταλισμό. Πρέπει να είναι επιτρεπτή. Η προσπάθεια για αποτροπή της χρεοκοπίας αποτέλεσε τελικά μεγάλο πρόβλημα για την Ευρώπη.
Γίνεται ολοένα και πιο σαφές ότι οι πολιτικοί της Ευρώπης, παρά τις δεσμεύσεις τους για επιβίωση του ευρώ, δεν γνωρίζουν πραγματικά ποια μέτρα είναι απαραίτητα για τη διατήρηση του κοινού νομίσματος εν ζωή». Όταν εισήχθη το ευρώ, υπήρχε η γενική πεποίθηση ότι η δημοσιονομική πειθαρχία αρκεί.
«Αλλά αυτό δεν ισχύει. Σε μία νομισματική ένωση δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα εργαλεία του επιτοκίου και των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Αντ’ αυτού, η Ευρωζώνη χρειάζεται μία κοινή Δημοσιονομική Αρχή, η οποία θα μπορεί να εξισορροπήσει τις εθνικές διαφορές σε επίπεδο οικονομικής ισχύος. Θα μπορούσε π.χ. να χορηγεί επιπλέον μέσα σε χώρες με μεγάλη ανεργία. Μιλάω για την επονομαζόμενη αναδιανεμητική ένωση, την οποία μισούν πολλοί Γερμανοί».
Ο βραβευμένος οικονομολόγος είναι αυστηρός επικριτής της διαχείρισης της κρίσης από τους Ευρωπαίους πολιτικούς: «Οι πολιτικοί επικεντρώθηκαν στο να πιέσουν τη Νότια Ευρώπη σε εφαρμογή λιτότητας και μεταρρυθμίσεων. Οι δημοκρατίες μπορούν, όμως, να αντέξουν περικοπές χωρίς να βλέπουν αποτελέσματα μέχρι ενός συγκεκριμένου σημείου. Το φως στο τέλος του τούνελ, που υποσχέθηκαν στον κόσμο, δεν έχει φανεί ακόμη. Για το λόγο αυτό θα συνεχίζει να αυξάνεται η οργή και η δυσαρέσκεια στις χώρες που πλήττονται από κρίση. Και ειδικά λόγω της ύφεσης. Διότι τα έσοδα από τη φορολογία είναι λιγότερα και οι κοινωνικές δαπάνες υψηλότερες από τα αναμενόμενα εξαιτίας της επιβράδυνσης της οικονομίας. Συνέπεια αυτού είναι να μην επιτυγχάνονται σε μόνιμη βάση οι δημοσιονομικοί στόχοι».
Η πολιτική αυτή πρέπει να αποτύχει, τονίζει ο Στίγκλιτζ. «Δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο ούτε ένα παράδειγμα, όπου οι περικοπές μισθών, συντάξεων και κοινωνικών δαπανών να οδήγησαν στην εξυγίανση ενός ασθενούς κράτους.
Χώρες, όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία, χρειάζονται μία αξιόπιστη προοπτική για νέα ανάπτυξη. Οι πολιτικοί το γνωρίζουν, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχουν κάνει τίποτα για να βελτιώσουν την κατάσταση», καταγγέλλει.
Ερωτηθείς σχετικά με το τι πρέπει να γίνει, ο Στίγκλιτζ απαντάει: «Σε δύσκολους καιρούς οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να μειώνουν τις δημόσιες δαπάνες, αλλά να τις αυξάνουν. Το δημοσιονομικό έλλειμμα δεν θα αυξηθεί, εάν αυξηθούν ταυτόχρονα και τα έσοδα από τους φόρους. Σε μία τέτοια περίπτωση η οικονομία θα αναπτυχθεί σε πολλαπλάσιο βαθμό σε σχέση με τα χρήματα που διατέθηκαν».
Ο Στίγκλιτζ είναι θετικός στο ενδεχόμενο επιβολής φόρου επί των χρηματοοοικονομικών συναλλαγών, όπως συζητείται στη Γερμανία και σε άλλα κράτη. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων θα μπορούσε, επίσης, να ενισχύσει μικρομεσαίες επιχειρήσεις με μεγαλύτερα δάνεια. Πολλές τράπεζες αρνούνται να το κάνουν παρά το γεγονός ότι η ΕΚΤ τούς εξοπλίζει με μεγάλη ρευστότητα, επισημαίνει.
Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί πρέπει να αναγνωρίσουν ότι ο ακολουθούμενος σήμερα δρόμος της λιτότητας είναι ο λάθος δρόμος, επιμένει ο Αμερικανός οικονομολόγος. «Η υπερβολική δόση λιτότητας χειροτερεύει τα πάντα».
Το δημόσιο χρέος είναι πολύ μεγάλο «ασφαλώς στην Ελλάδα», μάλλον και στην Πορτογαλία, αλλά και στην Ιρλανδία, παρατηρεί ο Στίγκλιτζ. «Αντί να χορηγηθούν δάνεια, για ορισμένα κράτη θα ήταν προτιμότερη λύση μία αναδιάρθρωση του χρέους τους.
Το κούρεμα του ελληνικού χρέους είναι δυστυχώς πολύ περιορισμένο και αυτό επειδή υπάρχει ο φόβος της χρεοκοπίας. Αλλά και η χρεοκοπία κρατών ανήκει στον σύγχρονο καπιταλισμό. Πρέπει να είναι επιτρεπτή. Η προσπάθεια για αποτροπή της χρεοκοπίας αποτέλεσε τελικά μεγάλο πρόβλημα για την Ευρώπη.
Γίνεται ολοένα και πιο σαφές ότι οι πολιτικοί της Ευρώπης, παρά τις δεσμεύσεις τους για επιβίωση του ευρώ, δεν γνωρίζουν πραγματικά ποια μέτρα είναι απαραίτητα για τη διατήρηση του κοινού νομίσματος εν ζωή». Όταν εισήχθη το ευρώ, υπήρχε η γενική πεποίθηση ότι η δημοσιονομική πειθαρχία αρκεί.
«Αλλά αυτό δεν ισχύει. Σε μία νομισματική ένωση δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα εργαλεία του επιτοκίου και των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Αντ’ αυτού, η Ευρωζώνη χρειάζεται μία κοινή Δημοσιονομική Αρχή, η οποία θα μπορεί να εξισορροπήσει τις εθνικές διαφορές σε επίπεδο οικονομικής ισχύος. Θα μπορούσε π.χ. να χορηγεί επιπλέον μέσα σε χώρες με μεγάλη ανεργία. Μιλάω για την επονομαζόμενη αναδιανεμητική ένωση, την οποία μισούν πολλοί Γερμανοί».
Πηγή : tvxs.gr
Επιμέλεια :
Συντακτική Ομάδα Mykonos Ticker