29 Μαΐ 2014

"Δεν παραδίνουμε την Πόλη, τη ζωή μας πήραμε απόφαση να δώσουμε, απροσκύνητα για λευτεριά, στο χώμα ετούτο πολεμώντας" (Video)

Άλωσις – 29 Μαΐου 1453
Δείτε Video - Ντοκιμαντέρ, απο το National Geographic: "Η άλωση της Κωνσταντινούπολης" (58 λεπτά)
Διανύουμε τις τρεις τελευταίες μέρες ζωής της Ελληνικής Κωνσταντινούπολης. Οι Τούρκοι ετοιμάζουν την μεγάλη έφοδο και κάθε βράδυ ανάβουν χιλιάδες φωτιές στο αχανές στρατόπεδο τους για να ενσπείρουν τρόμο στις καρδιές των αμυνομένων, ενώ παράλληλα με τα τύμπανα ακούγονται κραυγές μέχρι....
το πρώτο φως της ημέρας. Ο σουλτάνος κάνει την τελευταία απόπειρα για διαπραγματεύσεις και στέλνει τον Ισμαήλ Χαμουζά πασσά, αφέντη της Σινώπης και της Κασταμονής ο οποίος είχε καλές σχέσεις με τον Παλαιολόγο, για να του ζητήσει να δεχτεί τούς όρους για να σωθεί τόσο ο ίδιος όσο και οι υπήκοοι του. 
Ο Δούκας μας έσωσε την στιχομυθία:

- Ισμαήλ:

“Γίνωσκε ότι απηρτίσθησαν τα πάντα προς την γενικήν έφοδον, ήν θέλομεν νυν επιχειρήσει αφιέμενοι την έκβασιν τω Θεώ. Τι λέγεις; εκχωρείς εκ της πόλεως απερχόμενος όπου βούλεσαι μετά των σων αρχόντων και των υπαρχόντων αυτοίς, καταλείπων τον δήμον αζήμιον και παρ’ημών καί παρά σου, ή επιμένεις εις την αντίστασιν, δι’ης συ τε καί οι μετά σου θέλετε απολέσει συν τη ζωή τα υπάρχοντα, οι δε άλλοι κάτοικοι αιχμαλωτευθέντες θέλουσι διασπαρή εν πάση γη;”

- Κωνσταντίνος:

“Έχε τα αφ’ημών αρπαγέντα αδίκως φρούρια καί γην, ως δίκαια, όρισε τόν πληρωτέον σοι ετήσιον φόρον ανάλογον πρός τούς πόρους ημών καί άπελθε εν ειρήνη. Τό δέ τήν πόλιν σοι δούναι ουκ εμόν εστίν ούτ’άλλου των κατοικούντων ενταύθα, κοινή γάρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν μή φειδόμενοι της ζωής ημών.”

Νά καί απάντηση του Παλαιολόγου σέ ελεύθερη απόδοση από τό Νίκο Καζαντζάκη: ” Αν θες ειρηνικά να πορευτείς μαζί μας, των Μουσουλμάνων βασιλιά, χαρά μεγάλη σε μένα, στους αρχόντους, στο λαό μου. Κι άκου: τα κάστρα και τη γής που μ’άρπαξες, το πλήθιο το ψυχομέτρι που μου σκλάβωσες, τα σβήνουμε απ’ την παλιά κληρονομιά μας, χαρισμά σου. Κι ακόμα φόρο εγώ θα σου πλερώνω κι όλες σου τις ανομιές και τις ντροπές θα τις ξεχάσω, να τραβηχτείς μονάχα ειρηνικά απ’ την Πόλη. Και μη γυρεύεις ό,τι μια ψυχή γενναία και περήφανη ποτέ δε θα δεχτεί να δώσει. Πιο πάνω απ΄ τη ζωή η τιμή θρονιάει του ανθρώπου κι ομόγνωμα όλοι μας και λεύτερα καρατώντας στα χέρια το σταυρό και τ΄ άρματα, απαντούμε: Δεν παραδίνουμε την Πόλη, τη ζωή μας πήραμε απόφαση να δώσουμε, απροσκύνητα για λευτεριά στο χώμα ετούτο πολεμώντας. Καλός για τ΄ ακριβό χατήρι της κι ο Χάρος.”
 
O σουλτάνος όταν άκουσε τήν περήφανη απάντηση του Παλαιολόγου συγκάλεσε συμβούλιο μέ όλους τούς Οθωμανούς αξιωματούχους, στρατηγούς καί βεζύρηδες γιά νά αποφασίσουν περί του πρακτέου. Ο μέγας βεζύρης Χαλήλ πασσάς, ο οποίος θεωρείται ότι χρηματίζοταν από τούς Ρούμ καί ο οποίος εξ αρχής ήταν αντίθετος μέ τήν πολιορκία, μίλησε πρώτος καί πρότεινε τήν αποχώρηση του στρατού, διότι η Πόλις άντεχε καί πολλοί στρατιώτες του σουλτάνου είχαν χάσει τήν ζωή τους, χωρίς νά καταφέρουν τίποτα. Μπορούσε δέ αυτή η κατάστασις νά προκαλέσει σταυροφορία εκ μέρους της Δύσης καί νά χρειαστεί νά αντιμετωπίσουν τόν φοβερό ουγγρικό στρατό του Ουνυάδη ή τόν παντοδύναμο στόλο της Βενετίας. Τόν λόγο πήρε ο νεώτερος Ζαγανός πασσάς ο οποίος εκπροσωπώντας τούς νεώτερους αξιωματικούς παρότρυνε τόν σουλτάνο γιά τήν μεγάλη επίθεση. Υπενθυμίζοντας τήν διχόνοια των χριστιανικών κρατών υποστήριξε ότι από τούς Ευρωπαίους δέν θά έφτανε ποτέ βοήθεια. Τά δέ τείχη είχαν καταρεύσει σέ τρία τουλάχιστον σημεία καί οι αμυνόμενοι είχαν φτάσει στά όρια της αντοχής τους. Τήν ένθερμη ομιλία τήν χειροκρότησε ο Τουραχάν πασσάς, Έλληνας στήν καταγωγή, ο αρχιευνούχος, ο μέγας σεΐχης Ακ-Σεμζεδίν εφένδης, ο ουλεμάς Αχμέτ Κουράνης καί πολλοί άλλοι. Ο Μωάμεθ αναθάρρησε καί ανήγγειλε ότι σέ τρείς μέρες θά γινόταν η μεγάλη έφοδος. Αμέσως διέταξε τόν Ζαγανό πασσά νά προετοιμάσει τόν στρατό καί ειδικά τό σώμα των γενίτσαρων.

Κυριακή, 27 Μαΐου 1453. Ο νεαρός καί ακούραστος σουλτάνος ξύπνησε νωρίς, πήρε τή συνοδεία του καί άρχισε νά διατρέχει ολόκληρο τό στρατόπεδο, από τόν Κεράτιο εως τήν Προποντίδα. Οργάνωσε όλες τίς λεπτομέρειες της επίθεσης η οποία θά γινόταν από όλα τά μέρη των τειχών, ενώ ακόμα καί ο στόλος θά προσέγγισε τά θαλάσσια τείχη γιά νά απασχολεί τούς εκεί αμυνόμενους. Διαρκώς ενθάρρυνε τούς στρατιώτες του, οι οποίοι τόν επεφημούσαν: “Αλλάχ Ιλαλλάχ Μωχαμέτ Ρουσολαλλάχ”, δηλαδή “υπάρχει μόνο ένας θεός καί ο Μωάμεθ είναι ο προφήτης του.” Κάθε Οθωμανός μαχητής έπαιρνε τή θέση του καί υποχώρηση ή λιποταξία ισοδυναμούσε μέ θάνατο. Ο βομβαρδισμός συνεχιζόταν ακατάπαυστα μαζί μέ τίς προεργασίες της εφόδου. Τό βράδυ άναψαν στό τουρκικό στρατόπεδο χιλιάδες φωτιές οι οποίες συνοδεύοταν από ισάριθμες κραυγές καί αλλαλαγμούς παγώνοντας τίς καρδιές των αμυνομένων. Ο Μωάμεθ βρισκόταν στή σκηνή του, απέναντι από τό Μυρίανδρο καί τό Μεσοτείχιο, περιτριγυρισμένος από τούς αγαπημένους του γενίτσαρους οι οποίοι ήταν περίπου δώδεκα χιλιάδες. Συγκάλεσε πάλι σέ συμβούλιο τούς στρατηγούς, τούς χιλίαρχους, τούς ναυάρχους, τούς πασσάδες καί τούς βεζύρηδες καί τούς απηύθυνε τόν παρακάτω λόγο όπως μας τόν σώζει ο αυτόπτης μάρτυρας Κριτόβουλος:

“Γενναίοι άντρες καί φίλοι, σας κάλεσα όχι μόνο γιά νά σας θυμήσω γιά τούς αγώνες πού κάναμε καί τούς κινδύνους πού περάσαμε γιά νά αποκτήσουμε όλα αυτά τά αγαθά, αγώνες στούς οποίους επιδείξατε ανδρεία καί τόλμη, αλλά σας κάλεσα γιά νά σας υπενθυμήσω γιά τόν απέραντο πλούτο πού μάς περιμένει σέ αυτή τήν πόλη. Πλούτο πού βρίσκεται στό παλάτι του βασιλιά, στά μέγαρα των πλούσιων αλλά καί στίς εκκλησίες καί στά μοναστήρια. Όλα τά ιερά κειμήλια πού είναι φτιαγμένα από χρυσό καί ασήμι, όλοι οι πολύτιμοι λίθοι καί τά μαργαριτάρια, τά έπιπλα καί τά πολυτελή σπίτια θά γίνουν δικά σας.

Έπειτα ακολουθούν ακόμα ωραιότερα αγαθά. Γυναίκες ωραιότατες, παρθένες έτοιμες γιά γάμο, ευγενείς κυρίες, νεότατα αγόρια καί κορίτσια, όλα αυτά θά γίνουν δικά σας γιά νά τά γευτείτε καί νά τά απολαύσετε, ενώ όσους αιχμαλώτους πιάσετε θά τούς έχετε ή δούλους ή θά τούς πουλήσετε γιά νά κερδίσετε καί άλλα χρήματα. Καί δέν είναι μόνο αυτά. Αποκτούμε τήν ενδοξότερη πόλη των Ρωμιών, βασιλεύουσα όλης της Οικουμένης, μέ τά ωραιότερα κτίσματα πού έχουν φτιαχτεί ποτέ. Μέ αυτή τήν πόλη θά γίνουμε παντοδύναμοι καί ενδοξότεροι.

Οι αμυνόμενοι είναι ολιγάριθμοι καί άπειροι στόν πόλεμο ενώ εμείς είμαστε μεγάλο πλήθος καί οι καλύτεροι μαχητές του κόσμου. Αυτοί είναι κουρασμένοι καί άϋπνοι ενώ εμείς ξεκούραστοι καί χορτασμένοι από φαΐ καί ύπνο. Εσύ Χαμουζά μέ τόν στόλο σου θά περικυκλώσεις τά θαλάσσια τείχη καί θά βάλλεις διαρκώς από τά καταστρώματα των πλοίων, εσύ Ζαγανέ πέρασε τήν ξύλινη γέφυρα καί μέ τά πλοία νά επιτεθείς στά τείχη του Κερατίου, εσύ Καρατζά νά διαβείς τήν τάφρο καί μέ κλίμακες νά προσπαθήσετε νά ανέβετε στά τείχη, ομοίως καί εσείς Ισαάκ καί Μαχμούτ, ενώ εμείς Χαλίλ θά επιτεθούμε στήν κοιλάδα του Λύκου, στή μέση του τείχους όπου τά ρήγματα είναι πού μεγάλα.”
Διαφορετική ήταν η ατμόσφαιρα εντός των τειχών. Ο Λεονάρδος μας πληροφορεί γιά τίς αναρίθμητες λιτανείες των εικόνων καί των λειψάνων των αγίων εκ μέρους των πιστών. Πλήθη από γέροντες, γυναίκες καί παιδιά μέ δάκρυα στά μάτια προσεύχονταν καί έψελναν αδιάκοπα, ακολουθώντας μέ γυμνά πόδια τούς ιερείς, ορθοδόξους καί καθολικούς, κατά μήκος των τειχών, οι οποίοι περιέφεραν τίς εικόνες καί ιδιαίτερα τήν θαυματουργή εικόνα της Οδηγήτριας. Ο βασιλεύς εκάλεσε όλους τούς Ελλήνες καί Ιταλούς ευγενείς, στρατιωτικούς καί πολιτικούς αρχηγούς. Η σκηνή υπήρξε επιβλητική καί ο λόγος του Κωνσταντίνου, όπως σώθηκε από τόν πιστό του φίλο Φραντζή, θά μείνει στήν ιστορία ως ένα ηθικό δίδαγμα γιά τήν στάση των εντίμων καί ηρωϊκών αντρών. Ο λόγος ήταν αντάξιος του Ομηρικού “Υπέρ βωμών καί εστιών”, αντάξιος του Λεωνίδα καί των 300 Σπαρτιατών μέ τό “Μολών Λαβέ” καί τό “Ο ξείν αγγέλειν Λακαιδεμονίοις ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι”, αντάξιος των λόγων του Πλάτωνος “Μητρός τε καί Πατρός καί των άλλων προγόνων απάντων τιμιοτέρων εστί πατρίς”:

“… παρακαλώ υμάς ίνα στήτε ανδρείως και μετά γενναίας ψυχής, ως πάντοτε έως του νυν εποιήσατε, κατά των εχθρών της πίστεως ημών. Παραδίδωμι δε υμίν την εκλαμπροτάτην και περίφημον ταύτην πόλιν και πατρίδα ημών και βασιλεύουσαν των πόλεων. Καλώς ουν οίδατε, αδελφοί, ότι διά τέσσαρά τινα οφειλέται κοινώς εσμέν πάντες ίνα προτιμήσωμεν αποθανείν μάλλον ή ζήν· πρώτον μεν υπέρ της πίστεως ημών και ευσεβείας, δεύτερον δε υπέρ της πατρίδος, τρίτον δε υπέρ του βασιλέως ως χριστού κυρίου, και τέταρτον υπέρ συγγενών και φίλων. Λοιπόν, αδελφοί, εάν χρεώσταί εσμεν υπέρ ενός εκ των τεσσάρων αγωνίζεσθαι έως θανάτου, πολλώι μάλλον υπέρ πάντων τούτων ημείς, ως βλέπετε προφανώς, και εκ πάντων μέλλομεν ζημιωθήναι.

Εάν διά τα εμά πλημμελήματα παραχωρήσηι ο θεός την νίκην τοις ασεβέσιν, υπέρ της πίστεως ημών της αγίας, ήν Χριστός εν τωι οικείωι αίματι ημίν εδωρήσατο, κινδυνεύομεν· ό εστι κεφάλαιον πάντων. Και εάν τον κόσμον όλον κερδήση τις και την ψυχήν ζημιωθή, τι το όφελος; Δεύτερον πατρίδα περίφημον τοιούτως υστερούμεθα και την ελευθερίαν ημών. Τρίτον βασιλείαν την ποτέ μεν περιφανή, νυν δε τεταπεινωμένην και ωνειδισμένην και εξουθενωμένην απωλέσαμεν, και υπό του τυράννου και ασεβούς άρχεται. Τέταρτον δε και φιλτάτων τέκνων και συμβίων και συγγενών υστερούμεθα.

Μετά τό λόγο του ο Παλαιολόγος αγκάλιασε όλους τούς παρευρισκομένους καί τούς ζήτησε νά τον συγχωρέσουν άν ποτέ τούς έβλαψε σέ κάτι. Καί όλοι Βενετοί, Γενουάτες, Ελληνες ενωτικοί καί Ελληνες ανθενωτικοί αγκάλιασαν ο ένας τόν άλλο ξέροντας ότι ζούν τίς τελευταίες ώρες της ζωής τους. Υποσχέθηκαν ότι δέν θά τρέξουν νά σώσουν τίς οικογένειές τους ή τίς περιουσίες τους, αλλά θά αγωνίζονταν γιά τήν πατρίδα μέχρι τελικής πτώσης. (Mάλιστα σύμφωνα μέ τόν Pears, οι μαχητές πού πήγαν στό εξωτερικό τείχος, έκλεισαν τίς πύλες του εσωτερικού τείχους, πίσω από τήν περίβολο, ώστε νά είναι αδύνατη η υποχώρηση. Τόσο αποφασισμένοι ήταν νά πολεμήσουν μέχρις εσχάτων). Καί από πέτρα νά ήταν κάποιος γράφει ο Φραντζής δέν θά ήταν δυνατό νά μήν δακρύσει στούς τελευταίους εναγκαλισμούς των αμυνομένων. Ο αυτοκράτορας χαιρέτησε λέγοντας το προφητικό εκείνο: “Στέφανος αδαμάντινος εν ουρανοίς εναπόκειται ημίν καί μνήμη αιώνιος καί άξιος εν τω κόσμω έσεται.“
Τότε τελείως αυθόρμητα συνέβη μία τραγική καί απροσδόκητη σκηνή. Σύσσωμος ο λαός άρχισε νά συρρέει πρός τήν Αγία Σοφία, τήν οποία είχαν εγκαταλείψει μετά τήν κοινή λειτουργία μέ τούς καθολικούς πού είχε γίνει στίς 12 Δεκεμβρίου 1452. Η απέραντη εκκλησία γέμισε από δεκάδες χιλιάδες πιστούς οι οποίοι μαζί μέ τόν βασιλιά, τήν αριστοκρατία, τόν κλήρο, τέλεσαν τήν τελευταία λειτουργία, στίς 28 Μαΐου 1453, προσευχόμενοι γιά τή σωτηρία της Βασιλεύουσας. Η λαμπρότερη εκκλησία πού κατασκευάστηκε ποτέ ζούσε τήν αγωνία της γερασμένης αυτοκρατορίας πού πέθαινε. Εκείνες οι ψαλμωδίες μας διαβεβαιώνει ο μεγάλος δάσκαλος Σλουμβερζέ θά αντηχούν αιώνια στήν ελληνική ψυχή.

Tό τελευταίο βράδυ ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έφιππος μαζί μέ τόν αχώριστο σύντροφό του Φραντζή, έκαναν επιθεώρηση στά τείχη, προσπαθώντας νά εντοπίσουν τά αδύνατα σημεία των ρηγμάτων καί νά εμψυχώσουν τούς άγρυπνους σκοπούς. Αργά τή νύκτα χώρισαν καί δέν έμελλαν νά ξαναδούν ο ένας τόν άλλον. Στό στρατόπεδο του κατακτητή τά φώτα όλα ήταν σβησμένα καί όλοι περίμεναν τό σύνθημα της επίθεσης. Τήν σιωπή τήν συνόδευε μία αποπνικτική ομίχλη η οποία σύμφωνα μέ τούς ουλεμάδες του σουλτάνου προανήγγειλε τήν πτώση της πόλης.

Η έσχατη επίθεσις άρχισε τίς πρώτες πρωϊνές ώρες, τή νύκτα της Δευτέρας 28 Μαΐου πρός τήν Τρίτη 29 Μαΐου, πρός όλα τά σημεία των τειχών, καί από τή στεριά καί από τή θάλασσα. Η κύρια βέβαια έφοδος έγινε στήν κοιλάδα του Λύκου, μεταξύ της Πύλης του Ρωμανού καί τήν Πύλη της Αδριανουπόλεως, εκεί πού τό εξωτερικό τείχος είχε καταρρεύσει τελείως, οι τέσσερεις πύργοι είχαν κατεδαφισθεί καί στήν θέση τους βρίσκοταν ένα αυτοσχέδιο πλέγμα από δοκάρια, κλαριά καί βαρέλια γεμάτα μέ χώμα καί πέτρες. “Αλλάχ αλλάχ λαχιλαλλάχ” κραύγαζαν οι επιτιθέμενοι τήν ώρα πού ορμούσαν στά τείχη. “Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τά νικητήρια” απαντούσαν οι αμυνόμενοι από τό πάνω μέρος των τειχών, τήν ώρα πού εκσφενδόνιζαν σύννεφα από βέλη καί πέτρες καί έριχναν καυτό λάδι καί υγρό πύρ στούς βαρβάρους.

Πολλές διηγήσεις έχουν διασωθεί γιά τό χρονικό της επίθεσης, εκείνη όμως πού θεωρείται η πλέον αξιόπιστη είναι του Βενετού Nicolo Barbaro: “Dio die la aspra sententia contra griexi, che el volse che questa citta andasse in questo zorno in man de Macomet bei”. “On the 29th of May, the last day of the siege, our Lord God decided, to the sorrow of the Greeks, that He was willing for the city to fall on this day into the hands of Mahomet Bey the Turk son of Murat,” είναι η μετάφρασις πού έκανε ο ιστορικός Pears. Σύμφωνα λοιπόν μέ τό Barbaro, ο Μεχμέτης διαίρεσε τό στρατό του σέ τρία σώματα, τό κάθε ένα αποτελούμενο από πενήντα χιλιάδες άντρες. Τό πρώτο σώμα αποτελείτο από Χριστιανούς (Greace, Latini, Panones, Boetes, ex omunium Christianorum regionibus Teucris commixti) καί από άτακτους μουσουλμάνους, βαζιβουζούκους οι οποίοι πολεμούσαν χωρίς οπλισμό καί θωράκιση, παρά μόνο μέ ένα γιαταγάνι στό χέρι. Τό δέυτερο σώμα αποτελείτο από τακτικά στρατεύματα μέ θωράκιση καί τό τρίτο από τούς επίλεκτους μεταξύ των οποίων οι τρομεροί γενίτσαροι οι οποίοι ξεχώριζαν από τά λευκά σαρίκια.

Οι άτακτοι λοιπόν επιτέθηκαν πρώτοι, πέρασαν τήν τάφρο καί μέ εκατοντάδες σκάλες επιχείρησαν νά ανέβουν στά τείχη. Βέλη, ακόντια, πέτρινες καί μολυβένιες σφαίρες έριχνε ο ένας αντίπαλος στόν άλλο χρησιμοποιώντας τόξα, σφενδόνες, τουφέκια καί άλλα πολεμικά όπλα της εποχής. Ιδού η αφήγησις του Barbaro:

“Οι ημέτεροι παραχρήμα κατέρριπτον τάς κλίμακας εκείνας χαμαί μεθ’απάντων των κρατούντων αυτάς, καί άπαντες εκείνοι παραχρήμα εφονεύοντο, πρός τούτοις δέ οι ημέτεροι έρριπτον από των επάλξεων κάτω μεγάλους λίθους ούτως, ώστε ολίγοι εκείνων ηδύναντο νά διασώσωσι τήν ζωήν αυτών. Όσοι ήρχοντο υπό τά τείχη, τόσοι εφονεύοντο, καί ότε οι φέροντες τάς κλίμακας έβλεπον αυτούς ούτω φονευομένους, ήθελον νά επιστρέψωσιν οπίσω πρός τό στρατόπεδον, όπως μή φονευθώσιν υπό των λίθων. Καί ότε οι άλλοι Τούρκοι, οι Τσαούσηδες, οι ευρισκόμενοι όπισθεν έβλεπον, ότι εκείνοι έφευγον, πάραυτα κατέκοπτον αυτούς μέ τά γιαταγάνια αυτών καί ηνάγκαζον νά επιστρέψωσιν εις τά τείχη ούτως, ώστε κατά πάντα τρόπον συνέπιπτε ναποθάνωσιν τήν μίαν φοράν ή τήν άλλην.”

Οι Ελληνες καί οι Ιταλοί πολεμούσαν σαν λεοντάρια καί ιδιαιτέρως ο Ιουστινιάνης καί ο Αυτοκράτορας οι οποίοι κρατούσαν τό πιό αδύνατο σημείο στήν Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Τό πρώτο κύμα της εφόδου τό μόνο πού κατάφερε ήταν νά κουράσει τούς αμυνόμενους καί στό τέλος αποδεκατίσθηκε. Υστερα από δύο ώρες ο σουλτάνος επέτρεψε στούς επιζώντες νά υποχωρήσουν. Αλλωστε αυτός ήταν ο σκοπός αυτής της εφόδου: να κουραστούν οι αμυνόμενοι καί νά αποδεκατιστούν οι άτακτοι καί οι τυχοδιώκτες. Αργότερα μέ τό πρώτο λυκαυγές όρμησε τό δεύτερο κύμα, τακτικού στρατού, άριστα εξοπλισμένοι, οι οποίοι δέν είχαν ανάγκη από τσαούσηδες νά τούς παρεμποδίζουν τήν υποχώρηση, γιατί αυτοί οι γενναίοι μαχητές δέν υποχωρούσαν αλλά θεωρούσαν τιμή τους νά πεθάνουν γιά τόν σουλτάνο καί τόν Αλλάχ. Ας αφήσουμε τώρα τόν επίσης αυτόπτη Κριτόβουλο νά μας διηγηθεί τήν δεύτερη έφοδο των τουρκικών στιφών:

“Έπειτα μέγας βοήσας ο βασιλεύς Μεχεμέτης καλεί τούς υπασπιστάς καί οπλίτας καί τό άλλο άγημα. Οι δ’ευθύς ξύν βοή καί αλαλαγμώ φρικαλέω διαβάντες τήν τάφρον προσέμειξαν τω έξω τείχει· τό δέ όλον κατέριπτο ταίς μηχαναίς· σταυρώματα δέ μόνον ήσαν αντί τείχους αυτού μεγάλων δοκών καί φάκελοι κλημάτων καί άλλης ύλης καί αμφορείς μεστοί γης. Ενταύθα ξυνίσταται μάχη κρατερά εκ χειρών αγχεμάχοις όπλοις, των μέν οπλιτών καί υπασπιστών αγωνιζομένων βιάσασθαι τε τούς προμαχομένους καί επιβήναι του σταυρώματος των δέ Ρωμαίων καί Ιταλών αποσασθαί τε τούτους καί φυλάξαι τό σταύρωμα. Ούτως ουν ευρώστως καί γενναίως αγωνιζομένων αμφοτέρων καί μαχομένων, τό πλέον της νυκτός παρελήλυθε· καί εκράτουν καί οι Ρωμαίοι καί Ιουστίνος μετά των ξύν αυτώ, κατέχοντες τε ασφαλώς τό στάυρωμα καί φυλάσσοντες, καί αμυνόμενοι τούς επιόντας γενναίως.”

Αντεξαν λοιπόν καί τό δεύτερο τρομερό κύμα εφόδου οι Ρωμηοί, οι Βενετοί καί οι Γενουάτες. Όλοι οι αμυνόμενοι διακρίθηκαν καί περισσότερο, σύμφωνα μέ τόν Σλουμβερζέ οι τρείς Ιταλοί αδελφοί Boccardi, καί οι αρχηγοί Τρεβιζάνος καί Minotto πού μάχονταν στό ανάκτορο του Πορφυρογέννητου (Τεκφούρ Σεράϊ). Καί ίσως αυτό νά ήταν τό κρισιμότερο σημείο της μάχης. Η Πόλις άντεχε, κανένας Τούρκος δέν είχε καταφέρει νά περάσει τό σταύρωμα καί τά τείχη, καί ο σουλτάνος αγανακτούσε μέ τήν αποτυχία. Αρχίσαν νά χαμογελουν οι αμυνόμενοι παρά τήν κούραση καί τήν αϋπνία πού τούς είχαν εξαντλήσει.

Ο Μωάμεθ αν καί είχε χάσει τήν ψυχραιμία του, βλέποντας πλήθος τούς νεκρούς των στρατιωτών του, οργάνωσε αμέσως τήν τρίτη έφοδο. Πλησίασε τούς γενίτσαρους, τούς εξόρκισε νά πολεμήσουν γιά τήν πίστη τους καί τό πρωΐ πλέον της 29ης Μαΐου, όπου ο ήλιος είχε ήδη ανατείλλει, όρμησε τό τρίτο κύμα κατά των τειχών. Καί ενώ μαίνοταν η μάχη στήν περίβολο, μεταξύ του εσωτερικού καί του εξωτερικού τείχους, ο Θεός, όπως λέει καί ο Βενετός ιστορικός είχε πάρει τήν απόφασή του. Εκεί πού τό χερσαίο τείχος πλησίαζε πρός τόν Κεράτιο Κόλπο, κοντά στό Παλάτι του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, υπήρχε ανοικτή μία μικρή πόρτα. Η μισή ήταν κάτω από τό επίπεδο του εδάφους καί λεγόταν Κερκόπορτα ή πύλη του κίρκου, επειδή οδηγούσε σέ ένα ιπποδρόμιο (κίρκο) έξω από τά τείχη. Επειδή λοιπόν είχε φέξει οι Γενίτσαροι πού τριγύριζαν στήν περίβολο παρατήρησαν τήν ανοικτή πύλη καί αμέσως πενήντα από αυτούς εισέβαλλαν στήν πόλη. Αφού εύκολα εξουδετέρωσαν όσους μάχονταν πάνω στά τείχη πέταξαν τίς σημαίες μέ τό Δικέφαλο Αετό καί τό Λεοντάρι του Αγίου Μάρκου καί έστησαν μπαϊράκια μέ τήν ημισέληνο. Οι διψασμένοι γιά λάφυρα Οθωμανοί αμέσως έτρεξαν στή Μονή της Χώρας (Καχριέ τζαμμί) καί τήν λεηλάτησαν ενώ εκεί κατέστρεψαν τήν περίφημη εικόνα της Οδηγήτριας, τό παλλάδιον της Θεοφύλακτης Πόλης, πού είχε σχεδιάσει ο Ευαγγελιστής Λουκάς. “Η Πόλις Εάλω” αντήχησε από στόμα σέ στόμα σπέρνοντας τόν πανικό στίς ψυχές των Ελλήνων.

Τήν ίδια στιγμή στό σημείο της Πύλης του Ρωμανού, όπου συνεχίζοταν η μάχη σώμα μέ σώμα, τραυματίστηκε ο Ιουστινιάνης, ο οποίος αποφάσισε νά εγκαταλείψει τόν αγώνα καί νά αποσυρθεί στήν γαλέρα του γιά νά γιατρευτεί. Ο Κωνσταντίνος μάταια τόν ικέτευσε νά παραμείνει στό πεδίο της μάχης, αλλά ο Γενοβέζος επέμεινε καί έφυγε παίρνοντας μαζί του αρκετούς Ιταλούς μαχητές. Κατόρθωσε νά φτάσει στό καράβι του όπου πέθανε πλέοντας πρός στήν Χίο. Οι περισσότεροι συγγραφείς της εποχής κατακρίνουν τόν Ιουστινιάνη γιά τήν ατολμία της στιγμής ή οποία ήταν η αιτία νά κλονιστεί η άμυνα σέ εκείνο ακριβώς τό σημείο καί οι Τούρκοι νά εισβάλλουν στό εσωτερικό της Πόλης.

Ο Παλαιολόγος τότε έβγαλε τήν αυτοκρατορική του στολή, διατηρώντας τά ερυθρά πέδιλα μέ τούς χρυσούς δικέφαλους αετούς, γύρισε στόν Καντακουζηνό καί του είπε: “Υπάγωμεν πρός τόν θάνατο,” ενώ κατά άλλους είπε: “Γίνεται εγώ νά είμαι ζωντανός καί η Πόλις νά έχει κυριευτεί; Ας βρεθεί ένας χριστιανός νά μου πάρει τό κεφάλι.” Ακολουθούμενος από τούς πιστούς του: Θεόφιλο Παλαιολόγο, Ιωάννη Δαλμάτη, Δημήτριο Καντακουζηνό καί τόν Φραγκίσκο από τό Τολέδο της Γρανάδας, όρμησε στό πλήθος των βαρβάρων καί εχάθη μαχόμενος σάν απλός στρατιώτης, τό πρωΐ της 29ης Μαΐου, ημέρα Τρίτη.

Ο πρώτος Τούρκος πού θά ανέβαινε στό τείχος θά κέρδιζε τήν μεγαλύτερη αμοιβή από τόν σουλτάνο καί ήταν ένας γενίτσαρος μέ τό όνομα Χασάν. Ο Χασάν ήταν γεννημένος Ελληνας από τήν Βιθυνία της Μικράς Ασίας αλλά είχε τήν τύχη των παιδιών πού τά άρπαζαν οι Οθωμανοί καί τά στρατολογούσαν στό σώμα των γενιτσάρων. Ελληνας λοιπόν παρέδωσε τήν Πόλη στόν σουλτάνο καί πρέπει νά ξέρουμε ότι όσους ήρωες γέννησε αυτός ο τόπος, άλλους τόσους καί ίσως περισσότερους προδότες γέννησε καί συνεχίζει νά γεννά. Θα ακολουθήσω τόν Ιμβριο Κριτόβουλο, τόν γραμματέα του σουλτάνου, καί θά δώσω μία ελεύθερη απόδοση της περιγραφής του γιά τήν συνέχεια της φοβερής εκείνης αλώσεως:

“Οι μαχητές μπαίνουν στήν πόλη από τό κατεστραμμένο τείχος καί σκοτώνουν όλους τούς Ρωμηούς πού μάχονταν νά τούς απωθήσουν. Εξοργισμένοι από τίς τόσες μέρες της πολιορκίας ορμούν στά σπίτια καί κατασφάζουν όσους βρίσκουν άντρες, γυναίκες καί παιδιά χωρίς νά λυπηθούν κανένα. Κατά ομάδες κινούνται κατά των πλουσίων οικιών καί κατά των εκκλησιών, όπου ελπίζουν νά βρούν θησαυρούς λεηλατώντας, φονεύοντας, βρίζοντας καί αρπάζοντας αιχμαλώτους. Τό θέαμα ήταν τρομερό καί ελεεινό πέραν πάσης φαντασίας, βλέποντας νά τραβούν από τά μαλλιά, παρθένες οι οποίες δέν είχαν βγεί ποτέ από τά σπίτια τους, ευγενείς κυρίες, καλόγριες πού είχαν αφιερώσει τήν ζωή τους στό Θεό καί νά τίς βιάζουν σάν άγρια θηρία. Τούς γέροντες τούς τρυπούσαν μέ τά ξίφη όπως καί τά μωρά πού άρπαζαν από τήν αγκαλιά των μανάδων τους.

Καί τί νά πεί κανείς γιά τήν σύλληση καί αρπαγή των ιερών εικόνων καί άλλων αντικειμένων από τίς εκκλησίες καί τά μοναστήρια; Τά ιερά άμφια πετάγονταν στήν πυρά ή μέ αυτά έντυναν τά άλογά τους, καί ενώ έπιναν τήν Θεία Κοινωνία, θρυμμάτιζαν τούς μαρμάρινους τάφους καί σκύλευαν τούς νεκρούς, πετάγοντας πρός όλες τίς κατευθύνσεις τά οστά τους. Τά βιβλία καί τά πονήματα των φιλοσόφων πετάγονταν στήν πυρά ή καταπατούνταν. Οι δέ Ρωμηοί πού μάχονταν στά άλλα μέρη του τείχους, όταν έβλεπαν πίσω τους τόν εχθρό νά καταφθάνει έπεφταν κάτω από τά τείχη.”

Αντίστοιχη είναι καί η αφήγηση του Φραντζή, σύμφωνα με τον οποίο δεν φαινόταν το χώμα από τις αμέτρητες σωρούς των νεκρών, οι δρόμοι είχαν μετατραπεί σε ποτάμια αίματος, καί η Αγία Σοφία μετατράπηκε σέ χώρο θυσίας καί μαρτυρίου:

“Χριστέ βασιλεύ, ως ανερμήνευτα καί ανεξιχνίαστα εισι. καί ήν ιδείν τόν παμμέγιστον εκείνον ναόν καί θειότατον της του Θεού Σοφίας, τόν ουρανόν τόν επίγειον, τόν θρόνον της δόξης του Θεού, ου έσωθεν των αδύτων καί άνωθεν των θυσιαστηρίων καί τραπεζών ήσθιον καί έπινον, καί τάς ασελγείς γνώμας καί ορέξεις αυτών μετά γυναικών καί παρθένων καί παίδων επάνωθεν εποίουν καί έπραττον. Τίς μή θρηνήση σε, άγιε ναέ; καί πανταχού παν κακόν ήν, καί πάσα κεφαλή ήλγει, εν οίκοις θρήνοι καί κλαυθμοί ανδρών οιμωγαί, γυναικών βιασμοί.”

Η χιλιόχρονη αυτοκρατορία γκρεμίζονταν ενώ σφάζονταν οι τελευταίοι κατοικοί της. Σύμφωνα μέ τούς νόμους του Ισλάμ η πόλη ήταν στό έλεος των εισβολέων γιά τρείς μέρες καί τρείς νύκτες, προτού παραδοθεί στόν σουλτάνο. Ο Γάλλος ιστορικός Σλουμπερζέ, στό βιβλίο του γιά τήν άλωση πού έγραφε τό 1914, καί στό οποίο στηρίζομαι γιά τήν αφήγησή μου, εκδήλωνε τήν ευχή οι νίκες των Ελλήνων κατά τούς Βαλκανικούς πολέμους νά αποτελέσουν, παρά τήν αντίδραση των Ευρωπαίων, εκδίκηση γιά τήν μεγάλη εκείνη συμφορά. Δυστυχώς η ευχή του δέν πραγματοποιήθηκε τότε.
Εν τω μεταξύ, οι δερβίσηδες κατακερμάτιζαν επί πολλές ώρες τούς μαρμάρινους τάφους των αυτοκρατόρων καί των Πατριαρχών, ενώ οι εισβολείς οργανωμένοι σέ συμμορίες, σέ κάθε σπίτι πού κατελάμβαναν ύψωναν καί μία σημαία μέ τήν ημισέληνο γιά νά μήν πλησιάσουν άλλοι ομμόφιλοί τους. Ο Barbaro αναφέρει ίσως τόν υπερβολικό αριθμό των διακοσίων χιλιάδων σημαιών ότι ανυψώθηκαν στά σπίτια πού είχαν καταληφθεί. Οι Ιταλοί έτρεχαν πρός τίς γαλέρες τους στόν Κεράτιο γιά νά σωθούν καί οι περίφημοι αδελφοί Boccardi, έφιπποι κατόρθωσαν νά σκοτώσουν πολλούς Τούρκους καθ’οδόν πρός τήν σωτηρία τους. Ολοι οι ναύτες του ναυάρχου Χαμουζά, παράτησαν τά πλοιάρια τους καί έτρεξαν νά λεηλατήσουν τήν πόλη, γεγονός πού επέτρεψε σέ πολλούς Ιταλούς νά διαφύγουν μέ τά πλοία τούς αφού εξουδετέρωσαν τήν μεγάλη αλυσίδα πού τούς έφραζε τήν έξοδο από τόν κόλπο του Χρυσού Κέρατους, όπως αλλιώς λεγόταν ο Κεράτιος κόλπος. Μεταξύ των Ιταλών πού σώθηκαν ήταν ο Φλωρεντίνος ιστορικός Tetaldi, ο Βενετός πλοίαρχος Δολφίνος, ο Βενετός ιστορικός Nicolo Barbaro, ο Ιερώνυμος Μοροζίνι καί άλλοι.

Οι μόνοι υπερασπιστές πού δέν εγκατέλειψαν τήν προσπάθεια, ήταν οι Κρήτες ναύτες πού υπερασπίζονταν τόν πύργο του Βασιλείου Β’ στήν Ωραία Πύλη, (Μπαχτσέ Καπουσί) κόντα στήν έξοδο του Κεράτιου. Αυτούς τελικά ο Μωάμεθ τούς άφησε ελεύθερους νά φύγουν. Πολλοί Έλληνες κλείστηκαν στό ναό της Αγίας Σοφίας αλλά καί στό ναό της Αγίας Θεοδοσίας, πού γιόρταζε καί ήταν στολισμένη μέ τριαντάφυλλα (Γκύλ Τζαμί, γκύλ σημαίνει τριαντάφυλλο), μέ τήν ελπίδα ότι σύμφωνα μέ τήν παράδοση, Άγγελος μέ τήν ρομφαία του θά εμπόδιζε τούς άπιστους νά μπούν μέσα στό ναό. Αλλά κανένας δέν εμπόδισε τούς Οθωμανούς νά μπούν στίς εκκλησίες πού ήταν κατάμεστες από κόσμο καί νά σκορπίσουν τόν τρόμο, τήν ατίμωση καί τελικά τόν θάνατο. Ξεγύμνωναν τίς γυναίκες, τίς βίαζαν πάνω στά πλακόστρωτα δάπεδα των εκκλησιών καί όσες έφερναν αντίσταση, τούς έσπαγαν τό κεφάλι πάνω στά πλακάκια. Τά αγόρια καί τά κορίτσια τά μάζευαν στίς πλατείες γιά νά τά πωλήσουν στά σκλαβοπάζαρα της Μπαρμπαριάς καί της Συρίας. “Σκοτώνετε τούς γέροντες καί νά αρπάζετε τά παιδιά” ήταν η παραγγελία των χοτζάδων στούς μαχητές του Ισλάμ, σύμφωνα μέ τόν Άραβα ιστορικό Saad-ud-din.

Ο ανώτερος κλήρος της Bασιλεύουσας βρισκόταν στήν Αγία Σοφία. Οι ιερείς είχαν φορέσει τά επίσημα άμφια, μήπως καί προκαλέσουν τόν οίκτο των εισβολέων καί τελούσαν λειτουργία τήν ώρα της εφόδου. Φυσικά επειδή οι περισσότεροι ήταν γέροντες κατασφάxτηκαν, αλλά η μνήμη του λαού μας διατηρεί τόν μύθο ότι ένας ιερέας πήρε το Αγιο Δισκοπότηρο, χάθηκε πίσω από τόν τείχο, καί θά επανέλθει νά συνεχίσει τήν Θεία Λειτουργία, όταν Ορθόδοξος βασιλιάς εισέλθει ελευθερωτής στήν Αγία Σοφία. Τά άπειρα βιβλία της Αυτοκρατορικής Βιβλιοθήκης έγιναν στάχτη. Aς σημειωθεί ότι απαγορεύονταν επί ποινή θανάτου, νά εισέρχεται κανείς μέ αναμμένο κερί στό εσωτερικό της στό οποίο βρίσκονταν πολλοί αρχαίοι πάπυροι, σπάνια χειρόγραφα, Ευαγγέλια καί άλλα θεολογικά καί επιστημονικά συγγράματα καί όλος ο πνευματικός πλούτος της Αρχαίας καί Βυζαντινής Γραμματείας.

Πενήντα χιλιάδες υπολογίστηκαν οι νεκροί της άλωσης καί άλλοι τόσοι οι αιχμάλωτοι από τούς οποίους προσδοκούσαν οι δεσμώτες τους λύτρα. Από τετρακόσια παιδιά εστάλησαν ως λάφυρα στόν χαλίφη της Βαγδάτης, της Μπαρμπαριάς (Αιγύπτου), της Τύνιδος καί της Γρανάδας. Ο βάϊλος της βενετικής συνοικίας Ιερώνυμος Minotto καί ο βενετός ευαπατρίδης Καταρίνος Κονταρίνι αποκεφαλίστηκαν. Ομοίως ο Ισπανός Πέτρος Ιουλιανός μέ τόν γιό του είχαν τήν ίδια τύχη. Ο καρδινάλιος Ισίδωρος, Ρωμηός στήν καταγωγή, φόρεσε τά ρούχα κάποιου νεκρού ζητιάνου καί κατάφερε νά διαφύγει, ενώ οι Τούρκοι όταν βρήκαν τό πτώμα μέ τά ρούχα του καρδινάλιου, έκοψαν τό κεφάλι καί τό περιέφεραν στήν πόλη κραυγάζοντας ότι σκότωσαν τόν απεσταλμένο του πάπα.

Ο ιστορικός Φραντζής συνελήφθη καί απελευθερώθηκε μετά από τήν καταβολή λύτρων. Ο δεκαπεντάχρονος όμως γιός του καί η δεκατετράχρονη κόρη του αγοράστηκαν από τόν σουλτάνο. Η κόρη του πέθανε μετά από λίγο διάστημα από τίς κακουχίες καί ο γιός του πού δέν υπέκυψε στίς ανώμαλες ορέξεις του Μωάμεθ, σκοτώθηκε από τόν ίδιο τόν πορθητή. Η χειρότερη ίσως μοίρα περίμενε τόν Μέγα Δούκα Λουκά Νοταρά, ο οποίος σημειωτέον ήταν ανθενωτικός. Αρχικά ο Μωάμεθ τόν μεταχειρίσθηκε μέ επιείκια, ακριβώς επειδή ήταν αντίθετος μέ τήν ένωση των εκκλησιών. Ομως ο ακόλαστος νεαρός ηγεμόνας είχε μάθει ότι ο Νοταράς είχε μία πολύ όμορφη κόρη τήν Αννα Νοταρά. Έστειλε λοιπόν τόν αρχιευνούχο του νά τού τήν φέρει. Η Αννα όμως είχε καταφέρει νά διαφύγει, καί μάλιστα πήγε στήν Βενετία όπου έζησε μέχρι τά βαθιά της γεράματα. Ο σουλτάνος τότε εκνευρισμένος ζήτησε νά του φέρουνε τούς νεαρούς γιούς του Νοταρά. Ο τελευταίος αρνήθηκε καί δόθηκε τότε η διαταγή νά αποκεφαλιστούν καί οι τρείς. Ο τελευταίος πρωθυπουργός του Βυζαντίου ζήτησε από τόν δήμιο νά σκοτώσει πρώτα τά παιδιά του καί μετά αυτόν, φοβούμενος μήπως αλλαξοπιστήσουν τελευταία στιγμή. Έτσι ο άτυχος πατέρας αφού είδε τά κεφάλια των παιδών του νά πέφτουν στό έδαφος, προσευχήθηκε καί έγειρε το κεφάλι του κάτω από το ξίφος του δήμιου.
Δείτε Video-Ντοκιμαντέρ
"Η άλωση της Κωνσταντινούπολης"
Πηγή:agiasofia.com
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...