9 Οκτ 2015

Οι 7 λόγοι της προσφυγής στο ΣΤΕ από τον Λευτέρη Σικινιώτη για το ΦΠΑ 23% στα νησιά

Τους επτά λόγους για τους οποίους αιτείται την ακύρωση της κοινής Υπουργικής Απόφασης που προβλέπει τη σταδιακή κατάργηση..........
των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ στα νησιά του Αιγαίου αναπτύσσει σε 12σελιδο δικόγραφο ο επιχειρηματίας της Μυκόνου που προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

Οι δικηγόροι Αλέξανδρος Λυκουρέζος και Παναγιώτης Λαζαράτος, Καθηγητής του Διοικητικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, κατέθεσαν χθες κατ’ εντολή και για λογαριασμό του πελάτη τους Ελευθέριου Σικινιώτη, επιχειρηματία Μυκόνου, Αίτηση Ακύρωσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά της κοινής Υπουργικής Απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και Οικονομικών που προβλέπει σταδιακή κατάργηση των μειώσεων των συντελεστών Φ.Π.Α. στα νησιά του Αιγαίου.

Στο δικόγραφο της Αίτησης Ακύρωσης αναπτύσσονται επτά λόγοι για την ακύρωση της υπουργικής απόφασης:

Του Ελευθερίου Σικινιώτη του Ιωάννη, κατοίκου της νήσου Μυκόνου, περιοχή Ορνός.
ΚΑΤΑ
1. Της υπ΄ αριθμ. ΥΠΟΙΚ 0010707 ΕΞ 2015/29.09.2015 Κοινής Υπουργικής Αποφάσεως των Υπουργών Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και Οικονομικών, με θέμα: «Σταδιακή κατάργηση των μειώσεων των συντελεστών Φ.Π.Α. στα νησιά του Αιγαίου» (ΦΕΚ 2115/ τ. Β΄/30.09.2015).

ΚΑΙ
2. Του Ελληνικού Δημοσίου, όπως νομίμως εκπροσωπείται, εν προκειμένω, από τον Υπουργό Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και τον Υπουργό Οικονομικών.

Ι. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΩΝ ΤΙΘΕΜΕΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ ΖΗΤΗΜΑΤΩΝ.
Στην παρούσα υπόθεση τίθενται τα ακόλουθα νομικά ζητήματα:
1ον: Το ζήτημα της συμφωνίας της παραγράφου 3 της υποπαραγράφου Δ.2 της παραγράφου Δ του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015 με το άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος, καθ΄ ο μέρος με την εν λόγω νομοθετική διάταξη δόθηκε εξουσιοδότηση στους Υπουργούς Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και Οικονομικών, προκειμένου από 1.10.2015 να καθορίσουν κατ΄ ουσίαν τους νέους συντελεστές Φ.Π.Α. σε συγκεκριμένα νησιά, δίχως στο νόμο να περιλαμβάνεται πρόβλεψη τόσο ως προς το χρονικό σημείο επιβολής των νέων συντελεστών ανά νησί όσο και ως προς τα νησιά του Αιγαίου στα οποία ο νέος αυτός συντελεστής πρόκειται να επιβληθεί.

2ον: Το ζήτημα της ελλείψεως της, κατ΄ άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, ειδικής νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως προς έκδοση της προσβαλλομένης.

3ον: Το ζήτημα της συμφωνίας της παραγράφου 3 της υποπαραγράφου Δ.2 της παραγράφου Δ του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015 με τα άρθρα 101 παρ. 4 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος, καθ΄ ο μέρος με την εν λόγω νομοθετική διάταξη και την κατ΄ εξουσιοδότηση αυτής προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α. παραβιάζεται η συνταγματικώς οριζόμενη κρατική υποχρέωση για την προστασία και την προαγωγή της οικονομίας των νησιωτικών και των παραμεθόριων περιοχών της Χώρας.

4ον: Το ζήτημα της συμφωνίας της παραγράφου 3 της υποπαραγράφου Δ.2 της παραγράφου Δ του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015 με τα άρθρα 4 παρ. 5 και 78 παρ.1 του Συντάγματος, ενόσω με την εν λόγω νομοθετική διάταξη και την κατ΄ εξουσιοδότηση αυτής προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α. οι κάτοικοι και οι εν γένει απολαμβάνοντες υπηρεσίες και προϊόντα που επιβαρύνονται με Φ.Π.Α. επί των υπαγομένων στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω Κ.Υ.Α. νησιών του Αιγαίου, ήτοι της Θήρας, της Μυκόνου, της Νάξου, της Πάρου, της Ρόδου και της Σκιάθου, επιβαρύνονται δυσανάλογα και κατ΄ άνιση κατανομή των δημοσίων βαρών εν σχέσει προς τους λοιπούς κατοίκους νησιών, με τους οποίους μέχρι την εφαρμογή της προκειμένης νομοθετικής διατάξεως και την έκδοση της προσβαλλομένης αναγνωρίζονταν ως τελούντες υπό τις αυτές συνθήκες.

5ον: Το ζήτημα της συμφωνίας της παραγράφου 3 της υποπαραγράφου Δ.2 της παραγράφου Δ του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015 με τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας.

6ον: Το ζήτημα της ανυπαρξίας αιτιολογίας της προσβαλλομένης πράξεως, καθ΄ όσον από κανένα στοιχείο δεν προκύπτουν τα κριτήρια και οι λόγοι για τους οποίους τα συγκεκριμένα έξι (6) νησιά εντάχθηκαν στην «πρώτη ομάδα» νησιών της παραγράφου 3 της υποπαραγράφου Δ.2 της παραγράφου Δ του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015.

7ον: Το ζήτημα της συμφωνίας της παραγράφου 3 της υποπαραγράφου Δ.2 της παραγράφου Δ του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015 με τις διατάξεις της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ που αφορά το κοινό σύστημα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

ΙΙ. ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ.

1ος λόγος ακυρώσεως: Παρανομία της προσβαλλομένης ως εκδοθείσης επί τη βάσει νομοθετικής διατάξεως που αντίκειται στο άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος.

Η προσβαλλομένη Κ.Υ.Α. καθίσταται ακυρωτέα ως εκδοθείσα επί τη βάσει νομοθετικής διατάξεως που αντίκειται στα οριζόμενα στο άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη παράγραφο 3 της υποπαραγράφου Δ.2 της παραγράφου Δ του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015 ρητώς προβλέφθηκαν τα εξής: «Οι προβλεπόμενες στις παραγράφους 4, 5 και 6 του άρθρου 21 του ν. 2859/2000 μειώσεις των συντελεστών Φ.Π.Α. καταργούνται σταδιακά ως ακολούθως: Από 1.10.2015 στην πρώτη ομάδα νησιών, από 1.6.2016 στη δεύτερη ομάδα νησιών και από 1.1.2017 στα υπόλοιπα νησιά. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και Οικονομικών ορίζονται ειδικότερα τα υπαγόμενα στις παραπάνω ρυθμίσεις νησιά της παρ. 4 του άρθρου 21 του ν. 2859/2000.». Επίσης, το άρθρο 78 παρ. 4 εδ. α΄ του Συντάγματος ορίζει επί λέξει τα ακόλουθα: «Το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία και η απονομή των συντάξεων δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης.».

Από τη γραμματική διατύπωση αλλά και την κατά πάγια νομολογία υιοθετηθείσα ερμηνεία της προκειμένης συνταγματικής διατάξεως καθίσταται σαφές ότι είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα οιαδήποτε νομοθετική διάταξη παρέχει εξουσιοδότηση στην κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση προκειμένου να καθορίσει η ίδια φορολογικό συντελεστή Φ.Π.Α. σε συγκεκριμένες περιοχές της Επικράτειας, δίχως πρώτα ο κοινός νομοθέτης να έχει ο ίδιος οριοθετήσει δια τυπικού νόμου τις περιοχές αυτές. Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α., η οποία εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση της παραγράφου 3 της υποπαραγράφου Δ.2 της παραγράφου Δ του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015, ο κοινός Νομοθέτης κατ΄ ουσίαν υποκαταστάθηκε στο συνταγματικώς οριζόμενο έργο του περί καθορισμού συντελεστών Φ.Π.Α. σε όλο το εύρος της Επικράτειας. Και τούτο διότι, ναι μεν προβλέφθηκε με νόμο η σταδιακή κατάργηση των μειώσεων των συντελεστών Φ.Π.Α. που προβλέπονταν στις παραγράφους 4, 5 και 6 του άρθρου 21 του ν. 2859/2000, εντούτοις, στον οικείο νόμο δεν περιελήφθη, ως απαιτείτο κατά τη συνταγματική επιταγή, ρητή πρόβλεψη τόσο ως προς το χρονικό σημείο επιβολής των νέων συντελεστών όσο και ως προς τα νησιά του Αιγαίου, στα οποία ο νέος αυτός συντελεστής πρόκειται να επιβληθεί. Υπό αυτήν την έννοια, η εν λόγω νομοθετική διάταξη είναι ατελής και ανεπίτρεπτα εξουσιοδοτήθηκαν οι Υπουργοί Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και Οικονομικών για την επιλογή και διάκριση των «ομάδων νησιών» στα οποία θα επιβαλλόταν η κατάργηση της μειώσεως συντελεστών Φ.Π.Α., αρχής γενομένης από την 1.10.2015. Άλλωστε, τόσο η επιλογή του χρονικού σημείου επιβολής της καταργήσεως της μειώσεως των συντελεστών Φ.Π.Α., ήτοι η 1.10.2015 ή η 1.06.2016 ή η 1.01.2017, όσο και η κατάταξη των νησιών ανά ομάδα («πρώτη ομάδα», «δεύτερη ομάδα», «υπόλοιπα νησιά») ανάγονται, κατά τη ρητή επιταγή του άρθρου 78 παρ. 4 Συντ. στη ρυθμιστική σφαίρα του Νομοθέτη, μη επιτρεπομένης της εξουσιοδοτήσεως οργάνων της Διοικήσεως προς ρύθμιση των ζητημάτων αυτών.

Συνεπεία των ανωτέρω, η προσβαλλομένη Κ.Υ.Α. πάσχει και καθίσταται ακυρωτέα, καθ΄ ο μέρος εκδόθηκε επί τη βάσει νομοθετικής διατάξεως αντικείμενης προς τα οριζόμενα στο άρθρο 78 παρ. 4 Συντ.

2ος λόγος ακυρώσεως: Παράβαση της αρχής της νομιμότητας - Έλλειψη εξουσιοδοτικής διατάξεως προς έκδοση της προσβαλλομένης.

Η προσβαλλομένη κανονιστική απόφαση καθίσταται ακυρωτέα ως εκδοθείσα ελλείψει ειδικής νομοθετικής εξουσιοδοτικής διατάξεως, σύμφωνης προς τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 43 του Συντάγματος. Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντ. ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι: «Εξουσιοδότηση για την έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό». Με τη συνταγματική αυτή διάταξη παρέχεται στον κοινό νομοθέτη το δικαίωμα να μεταβιβάζει την αρμοδιότητα προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική εξουσία. Ειδικότερα, στη διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου του Συντάγματος επιτρέπεται η εξουσιοδότηση για την έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοικήσεως, προκειμένου να ρυθμισθούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό. Εκ τούτου έπεται ότι η νομοθετική εξουσιοδότηση πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, δηλαδή να προβαίνει σε συγκεκριμένο προσδιορισμό του αντικειμένου της. Ως ειδικότερα θέματα νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενό τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιλαμβάνεται στην κείμενη νομοθεσία, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρυθμίσεως (Βλ. ΣτΕ 3311/2012, 235/2012 Ολομέλεια, 1210/2010 Ολομέλεια κ.ά.).

Ειδικότερα, κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, η νομοθετική εξουσιοδότηση, για να είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη και όχι γενική και αόριστη. Περαιτέρω, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως, ως προς τα «ειδικότερα θέματα», για τη ρύθμιση των οποίων επιτρέπεται η παροχή εξουσιοδοτήσεως προς άλλα όργανα της Διοίκησης εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, απαιτείται να περιέχει το νομοθετικό κείμενο όχι απλώς τον καθ΄ ύλην προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδοτήσεως, αλλά επιπλέον και την ουσιαστική του ρύθμιση, έστω και σε γενικό, ορισμένο, όμως, πλαίσιο, σύμφωνα με το οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση (Σ.τ.Ε. 1466/1995 Ολομ., 4027/1998 Ολομ., 2820/1999, 2815/2004 Ολομ., 2513/2005).

Εν προκειμένω, η προσβαλλομένη Κ.Υ.Α. πάσχει και καθίσταται ακυρωτέα καθώς ερείδεται επί αορίστου νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως. Ειδικότερα, η γενική αναφορά της παραγράφου 3 της υποπαραγράφου Δ.2 της παραγράφου Δ του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015 σε «πρώτη ομάδα νησιών», «δεύτερη ομάδα νησιών» και «υπόλοιπα νησιά» δεν πληροί, εν προκειμένω, τις επιταγές της παρ. 2 του άρθρου 43 Συντ. Και τούτο διότι, η προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α. ουδόλως ρύθμισε «ειδικότερα θέμα» ή «θέμα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό». Στην εν λόγω Κ.Υ.Α. περιελήφθη το πρώτον η κρίσιμη και ουσιαστική ρύθμιση, ήτοι το χρονικό σημείο καταργήσεως της μειώσεως των συντελεστών Φ.Π.Α. καθώς και τα κατ΄ ουσίαν υποκείμενα φορολογίας, τα οποία εν προκειμένω είναι τα έξι (6) αποκλειστικώς αναφερόμενα νησιά. Ωστόσο, τούτα τα στοιχεία επ΄ ουδενί θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως «τοπικού ενδιαφέροντος» ή «τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα», αφού η προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α εισήγαγε το πρώτον στην έννομη τάξη τον οικείο κανόνα δικαίου, δίχως να μπορεί να γίνει λόγος για εξειδίκευση αυτού μέσω της θεσπίσεως αυτής.

3ος λόγος ακυρώσεως: Παρανομία της προσβαλλομένης ως εκδοθείσης επί τη βάσει νομοθετικής διατάξεως που αντίκειται στα άρθρα 106 παρ. 1 και 101 παρ. 4 του Συντάγματος.

Πλέον των ως άνω επαχθέντων, η προσβαλλομένη Κ.Υ.Α. πρέπει να ακυρωθεί και εκ του λόγου ότι ερείδεται επί νομοθετικής διατάξεως που αντίκειται στα άρθρα 106 παρ. 1 και 101 παρ. 4 του Συντάγματος. Πιο συγκεκριμένα, με την εξουσιοδοτική νομοθετική διάταξη της προσβαλλομένης παραβιάζεται η συνταγματικώς οριζόμενη κρατική υποχρέωση για την προστασία και την προαγωγή της οικονομίας των νησιωτικών και των παραμεθόριων περιοχών της Χώρας, καθώς και η υποχρέωση κρατικής μέριμνας προς ανάπτυξη των περιοχών αυτών, κατόπιν επιβολής του συγκεκριμένου μέτρου.

Και τούτο διότι, το καθεστώς των μειωμένων συντελεστών Φ.Π.Α. που δια νόμου (άρθρο 21 παρ. 4, 5 και 6 ν. 2859/2000) είχε καθιερωθεί στόχευε ακριβώς στην ενίσχυση της οικονομίας της νησιωτικής Ελλάδας και στην τόνωση των εν λόγω περιοχών που προεχόντως, εξαιτίας των γεωγραφικών ιδιαιτεροτήτων τους, έχρηζαν και χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας και λήψεως μέτρων από το Κράτος ως αντιστάθμισμα για την αντιμετώπιση των αντιξοοτήτων που απορρέουν από τη νησιωτικότητα. Εν προκειμένω, ελλείπει οιαδήποτε προηγούμενη μελέτη και πρόβλεψη αντισταθμιστικών μέτρων, ενώ δεν λαμβάνονται υπ΄ όψιν οι ιδιαίτερες συνθήκες που υφίστανται στα νησιά εξαιτίας της αποστάσεώς τους από την ηπειρωτική Ελλάδα και των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν στην πρόσβαση προσώπων και τη μεταφορά αγαθών. Κατά τούτο, η δια νόμου πρόβλεψη αφενός της καταργήσεως των μειωμένων συντελεστών Φ.Π.Α. στη νησιωτική Ελλάδα και αφετέρου της εξουσιοδοτήσεως οργάνων της Διοικήσεως να επιλέξει τόσο τα νησιά όσο και το χρονικό σημείο επιβολής του συγκεκριμένο φόρου, δίχως ταυτόχρονη νομοθετική θέσπιση αντισταθμιστικών μέτρων για την κρατική προστασία της οικονομίας και την εν γένει υποστήριξη των περιοχών αυτών αντίκειται ευθέως στα άρθρα 106 παρ. 1 και 101 παρ. 4 του Συντάγματος. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α. πρέπει να ακυρωθεί ως ερειδόμενη επί νομοθετικής διατάξεως αντικεμένης στα άρθρα 106 παρ. 1 και 101 παρ. 4 του Συντάγματος

4ος λόγος ακυρώσεως: Παρανομία της προσβαλλομένης ως εκδοθείσης επί τη βάσει νομοθετικής διατάξεως που αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 5 και 78 παρ. 1 του Συντάγματος.

Πέραν των ανωτέρω, η προσβαλλομένη Κ.Υ.Α. πάσχει και εκ του λόγου ότι εκδόθηκε κατ΄ εφαρμογήν νομοθετικής διατάξεως που αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 5 και 78 παρ. 1 του Συντάγματος. Ειδικότερα, στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», στο δε άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος προβλέπεται ότι «Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος». Από τις διατάξεις αυτές, όπως παγίως έχει νομολογιακώς κριθεί από το Δικαστήριό Σας, προκύπτει ότι ο νομοθέτης είναι, κατ’ αρχήν, ελεύθερος να καθορίζει τις διάφορες μορφές των οικονομικών επιβαρύνσεων για τη δημιουργία δημοσίων εσόδων προς κάλυψη των δαπανών του Κράτους ή προς ικανοποίηση σκοπών δημοσίου συμφέροντος, που δύνανται να επιβληθούν στους βαρυνόμενους πολίτες με διάφορους τρόπους, περιορίζεται όμως από ορισμένες γενικές αρχές, με τις οποίες επιδιώκεται από το συνταγματικό νομοθέτη η πραγμάτωση των κανόνων της φορολογικής δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου γενικότερα. Οι αρχές αυτές είναι η καθολικότητα της επιβαρύνσεως και η ισότητα αυτής έναντι των βαρυνομένων, εξειδικευόμενη με τον, κατ΄ αρχήν, βάσει ορισμένης φοροδοτικής ικανότητας, καθορισμό του φορολογικού βάρους, το οποίο, πάντως, επιβάλλεται επί συγκεκριμένης και εξ αντικειμένου οριζόμενης φορολογητέας ύλης, όπως είναι το εισόδημα, η περιουσία, οι δαπάνες ή οι συναλλαγές.

Κατά την έννοια δε, των ίδιων ως άνω συνταγματικών διατάξεων, ο φόρος δεν αποκλείεται να βαρύνει ορισμένο μόνο κύκλο προσώπων ή πραγμάτων, υπό τον όρο ότι πλήττει ορισμένη φορολογητέα ύλη και ορισμένη κατηγορία φορολογικών υποκειμένων, λαμβανομένων πάντοτε υπ΄ όψιν σαφών, γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων που τελούν σε συνάφεια με το ρυθμιζόμενο θέμα (πρβλ. ΟλΣτΕ 1972/2012, 2469-2471/2008, 2113/1963).

Στην παρούσα υπόθεση, δεν τηρήθηκε ούτε κατ΄ ελάχιστον η καθιερούμενη στα άρθρα 4 παρ.5 και 78 παρ. 1 Συντ. κρατική υποχρέωση προς νομοθετική επιβολή φόρου επί τη βάσει ειδικών και θεμιτών κριτηρίων, τα οποία μάλιστα να συνάπτονται με το ρυθμιζόμενο θέμα. Και τούτο διότι, κατ΄ αρχήν, η κατάργηση της μειώσεως των συντελεστών Φ.Π.Α. σε συγκεκριμένα νησιά ισοδυναμεί με το πρώτον επιβολή φόρου στα νησιά αυτά και υπό αυτήν την έννοια, θα έπρεπε να λάβει χώρα δια τυπικού νόμου, όπως προεκτέθηκε και στον πρώτο (1ο) λόγο ακυρώσεως. Περαιτέρω, η δια κανονιστικής πράξεως της Διοικήσεως επιλογή του χρονικού σημείου (1.10.2015) αλλά και των συγκεκριμένων νησιών που θα επιβληθεί ο αυξημένος συντελεστής έλαβε χώρα δίχως την ύπαρξη κριτηρίων, ή, πάντως, σύμφωνα με άδηλα, άρρητα και κατά συνέπεια, μη δικαστικώς ελέγξιμα κριτήρια. Υπό αυτό το πρίσμα, καθίσταται ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας, της συνταγματικότητας και την εν γένει ορθολογικότητας της συγκεκριμένης επιλογής, στην οποία προέβη η Διοίκηση, δια της εκδόσεως της προσβαλλομένης Κ.Υ.Α., με αποτέλεσμα η τελευταία να καθίσταται ακυρωτέα.

5ος λόγος ακυρώσεως: Παρανομία της προσβαλλομένης ως στηριζομένης σε νομοθετική διάταξη που αντίκειται στις συνταγματικώς κατοχυρωμένες αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.

Η προσβαλλόμενη πράξη είναι περαιτέρω ακυρωτέα, καθώς έχει εκδοθεί κατά παράβαση των συνταγματικών αρχών της ισότητας και της αναλογικότητας. Τούτο διότι, δια της πράξεως αυτής αποφασίσθηκε η επιβολή αυξημένων συντελεστών Φ.Π.Α. μόνον σε έξι (6) συγκεκριμένα και διάσπαρτα νησιά του Αιγαίου. Ως εκ τούτου, παραβιάσθηκε η αρχή της ισότητας, λόγω της άνισης μεταχειρίσεως των κατοίκων και των καταναλωτών αγαθών και υπηρεσιών που βαρύνονται με Φ.Π.Α. επί των συγκεκριμένων νησιών σε σχέση με τους κατοίκους των λοιπών νησιών του Αιγαίου αλλά και της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Κατ΄ αυτόν τον τρόπο εξομοιώθηκαν ανόμοιες, τόσο από πραγματικής όσο και από νομικής απόψεως, καταστάσεις, δοθέντος ότι οι κοινωνικές, οικονομικές και γεωγραφικές συνθήκες που επικρατούν στα προκείμενα έξι (6) νησιά, αφενός είναι ουσιωδώς διαφορετικές εν σχέσει προς τις αντίστοιχες κρατούσες συνθήκες στην ηπειρωτική Ελλάδα, αφετέρου δεν διαφοροποιούνται προς τα σύγχρονα υφιστάμενα δεδομένα των λοιπών νησιών του Αιγαίου που μέχρι και σήμερα ισχύει το καθεστώς μειωμένων συντελεστών Φ.Π.Α. Κατ΄ αποτέλεσμα, η εξομοίωση των συντελεστών Φ.Π.Α. οδηγεί σε ανισότητα, μη δικαιολογούμενη από οιονδήποτε σαφή λόγο δημοσίου συμφέροντος, πολλώ μάλλον που με τη θέσπιση του εν λόγω επαχθούς μέτρου δεν υιοθετήθηκαν ταυτοχρόνως άλλα αντισταθμιστικά μέτρα, ικανά να ισοσκελίσουν τις εξ αυτού προκαλούμενες επιπτώσεις.

Επιπλέον, η προσβαλλόμενη πράξη είναι αντίθετη και στην προβλεπόμενη στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, καθώς ουδόλως αιτιολογείται η προσφορότητα, αναγκαιότητα και σε στενή έννοια αναλογικότητα της καταργήσεως των μειωμένων συντελεστών Φ.Π.Α. στα εν λόγω νησιά προς επίτευξη συγκεκριμένου επιδιωκόμενου σκοπού.

Ειδικότερα, ο επιδιωκόμενος σκοπός ουδόλως αναφέρεται στην προσβαλλόμενη πράξη, αλλά ούτε και συνάγεται εμμέσως και ως εκ τούτου εικάζουμε ότι είναι το ταμιευτικό συμφέρον του Δημοσίου και η εξυγίανση των οικονομικών του, μέσω αυξήσεως των εσόδων που προσδοκώνται να εισπραχθούν από την κατάργηση των μειωμένων συντελεστών Φ.Π.Α. Ουδόλως αιτιολογείται όμως, γιατί το εν λόγω επιλεγέν μέτρο της που πλήττει τους ιδιαιτέρως ευπαθείς και εκ φύσεως ευαίσθητους πληθυσμούς της νησιωτικής Ελλάδας είναι αναγκαίο και εν στενή εννοία αναλογικό, πολλώ μάλλον γιατί η κατά προτεραιότητα κατάργηση των συντελεστών στα συγκεκριμένα νησιά και στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο συμπορεύεται με την αρχή της αναλογικότητας. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α. πρέπει να ακυρωθεί και λόγω παραβάσεως των συνταγματικών αρχών της ισότητας και της αναλογικότητας.

6ος λόγος ακυρώσεως: Παρανομία της προσβαλλομένης λόγω ανυπαρξίας αιτιολογίας ως προς την από 1.10.2015 κατάργηση των μειωμένων συντελεστών Φ.Π.Α., ειδικώς για αυτά τα έξι (6) νησιά.

Η προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α. πρέπει να ακυρωθεί και εκ του λόγου ότι στερείται οιασδήποτε αιτιολογίας. Πιο συγκεκριμένα, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτουν τα κριτήρια και οι λόγοι για τους οποίους τα συγκεκριμένα έξι (6) νησιά εντάχθηκαν στην «πρώτη ομάδα» νησιών της παραγράφου 3 της υποπαραγράφου Δ.2 της παραγράφου Δ του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015. Και ναι μεν η υπό κρίση Κ.Υ.Α. συνιστά κανονιστική διοικητική πράξη που εκ της φύσεώς της, κατ΄ αρχήν, δεν απαιτεί την ύπαρξη αιτιολογίας για την έκδοσή της, εντούτοις, στην προκειμένη περίπτωση, η αιτιολόγηση της διακρίσεως των νησιών Θήρα, Ρόδος, Νάξος, Πάρος, Μύκονος και Σκιάθος έναντι των λοιπών νησιών που υπήγοντο στο αυτό φορολογικό καθεστώς είναι επιβεβλημένη για λόγους ασφάλειας δικαίου και κοινωνικής σταθερότητας (ειρηνευτική λειτουργία της αιτιολογίας των διοικητικών πράξεων).

Τούτο διότι είναι νομικώς αδιανόητο, στο πλαίσιο μίας ευνομούμενης τάξεως και ενός κράτους δικαίου, να μη συνάγονται σαφώς και να μην είναι προδιαγεγραμμένα τα κριτήρια και οι παράμετροι που η Διοίκηση όφειλε να λάβει (ή/και έλαβε) υπ΄ όψιν της κατά τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσεώς της περί υπαγωγής ή μη ενός νησιού στο νέο φορολογικό καθεστώς Φ.Π.Α., ήδη από 1.10.2015, ή αντίθετα περί κατατάξεώς του στη «δεύτερη ομάδα» νησιών, στην οποία το νέο καθεστώς θα εφαρμοσθεί από 1.06.2016. Η έλλειψη οιασδήποτε μνείας σε κριτήρια που οδήγησαν στον μείζονος σημασίας προκείμενο διαχωρισμό των νησιών και η ανυπαρξία ορθολογικού σχεδιασμού για την εφαρμογή ενός ενιαίου συστήματος συντελεστών Φ.Π.Α. σε όλη την επικράτεια καθιστούν την προσβαλλόμενη προφανώς αναιτιολόγητη. Η ανυπαρξία δε, αιτιολογίας φθάνει στην παρούσα περίπτωση μέχρι του σημείου χαρακτηρισμού της συγκεκριμένης επιλογής νησιών ως «τυχαίας», άλλως ως ερειδομένης σε άρρητα και μη στηριζόμενα σε κανόνες δικαίου ποιοτικά κριτήρια, με συνέπεια να στερείται η προσβαλλόμενη από κάθε νόμιμο έρεισμα και να επιβάλλεται εξ αυτού η δικαστική ακύρωσή της.

7ος λόγος ακυρώσεως: Παρανομία της προσβαλλομένης ελλείψει συμφωνίας της παραγράφου 3 της υποπαραγράφου Δ.2 της παραγράφου Δ του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015 με τις διατάξεις της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ που αφορά το κοινό σύστημα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Πέραν των ως άνω προβληθέντων λόγων ακυρώσεως, η προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α. πάσχει και πρέπει ακυρωθεί καθ΄ ο μέρος στηρίζεται σε νομοθετική διάταξη που αντίκειται στην Οδηγία 2006/112/ΕΚ περί κοινού συστήματος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Ήδη από τις αρχές που αναφέρονται στο προοίμιο της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ ρητώς προβλέπεται ότι, ενώ όλη η σκοπιμότητα της θεσπίσεως αυτής έγκειται στην ομοιόμορφη και ενιαία εφαρμογή ενός συστήματος Φ.Π.Α. εντός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως προς αποφυγή στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, εντούτοις καθιερώνεται υποχρέωση στα κράτη μέλη προς απαλλαγή – εξαίρεση ορισμένων εδαφών από το κοινό και ενιαίο σύστημα Φ.Π.Α. «για λόγους που ανάγονται στη γεωγραφική, οικονομική και κοινωνική κατάσταση» των εδαφών αυτών (βλ. σημείο 12 του προοιμίου της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ).

Περαιτέρω, στο κεφάλαιο των ειδικών διατάξεων της Οδηγίας και δη στο άρθρο 120, πραγματοποιείται ρητή αναφορά στην καθιέρωση χαμηλότερου συντελεστή Φ.Π.Α. στους νομούς Λέσβου, Χίου, Σάμου, Δωδεκανήσου, Κυκλάδων και στα νησιά Θάσος, Βόρειες Σποράδες, Σαμοθράκη και Σκύρο, χωρίς την παράλληλη εισαγωγή καμίας ποιοτικής διαφοροποιήσεως μεταξύ συγκεκριμένων νησιών, ανηκόντων στους νομούς αυτούς. Τούτου έπεται ότι ούτε ο κοινοτικός νομοθέτης αλλά ούτε, μέχρι και προ της θεσπίσεως του ν. 4336/2015, ο εθνικός νομοθέτης εντόπιζε κάποια αξιολογική διαφορά μεταξύ των νησιών των συγκεκριμένων νομών που να δικαιολογεί τη διαφοροποίησή τους ως προς το σύστημα συντελεστών Φ.Π.Α. που εφαρμόζεται σε αυτά. Τα νησιά των συγκεκριμένων νομών, λόγω των γεωγραφικών, κοινωνικών και οικονομικών τους ιδιαιτεροτήτων, αντιμετωπίζονταν διαχρονικά τόσο κατά την Οδηγία 2006/112/ΕΚ όσο και κατά την εθνική νομοθεσία, ως μία ενιαία και αδιαίρετη ολότητα. Υπό αυτήν την εκδοχή, η εξαίρεσή τους, δια σταδιακής καταργήσεως, από το σύστημα μειωμένων συντελεστών Φ.Π.Α. και η εισαγωγή διακρίσεως άνευ κριτηρίων μεταξύ των νησιών του ενός ή άλλου νομού είναι αντίθετη προς το ενωσιακό δίκαιο. Επισημαίνεται δε ότι η εν λόγω θέση δεν κλονίζεται από το γεγονός ότι το άρθρο 120 της Οδηγίας εκφέρεται με το ρήμα «μπορεί», δοθέντος ότι το κρίσιμο ζήτημα, εν προκειμένω, δεν είναι μόνον το κατά πόσον αποτελεί ευχέρεια του κράτους – μέλους (της Ελλάδας) η υπαγωγή ή μη ορισμένων περιοχών σε καθεστώς μειωμένου συντελεστή Φ.Π.Α., αλλά το κατά πόσον οι νησιωτικές αυτές περιοχές αντιμετωπίζονται ως ενότητα, μη δυναμένης της διασπάσεώς τους, άλλως μη επιτρεπομένης της σταδιακής, άνευ δεδηλωμένων και σαφών κριτηρίων και σχεδόν τυχαίας κανονιστικής διαφοροποιήσεώς τους.

Κατόπιν τούτων, η προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α. πάσχει και υπό την εκδοχή ότι αντίκειται στις διατάξεις της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ που επιβάλλει αφενός την απαλλαγή ορισμένων περιοχών, λόγω των χαρακτηριολογικών τους γνωρισμάτων, από το ενιαίο καθεστώς Φ.Π.Α., αφετέρου την ενιαία αντιμετώπιση των συγκεκριμένων νησιωτικών περιοχών, ενόσω τελούν υπό τις αυτές ποιοτικές συνθήκες και η διαφοροποίησή τους δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να δικαιολογηθεί ως εντασσόμενη σε ένα μεταβατικό πλαίσιο («πρώτη ομάδα», «δεύτερη ομάδα», «υπόλοιπα νησιά», κατά την έννοια της παραγράφου 3 της υποπαραγράφου Δ.2 της παραγράφου Δ του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015).

Επειδή, η παρούσα ασκείται με πρόδηλο έννομο συμφέρον, ενόσω ο αιτών είναι κάτοικος της νήσου Μυκόνου (περιοχή Ορνός) και διατηρεί ατομική επιχείρηση υγειονομικού ενδιαφέροντος (εστιατόριο) στην εν λόγω τοποθεσία, με αποτέλεσμα να βαρύνεται από 1.10.2015, κατ΄ εφαρμογήν της προσβαλλομένης Κ.Υ.Α., με την επιβολή και απόδοση αυξημένου συντελεστή Φ.Π.Α. έναντι των προϊσχυόντων, κατ΄ εφαρμογήν των παρ. 4, 5 και 6 του άρθρου 21 του ν. 2859/2000, μειωμένων συντελεστών Φ.Π.Α.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΖΗΤΟΥΜΕ
Την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και την καταδίκη του καθ΄ ου στην εν γένει δικαστική μας δαπάνη.
Αθήνα, 8 Οκτωβρίου 2015
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...