Του Louis Lavelle
Πρόσφατα ένα άρθρο στο Poets & Quants έθετε την εξής ερώτηση: «Αξίζει ακόμη να έχει κανείς MBA;» για να καταλήξει στο συμπέρασμα: «Φυσικά και αξίζει, απαντούν οι απόφοιτοι». Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά......
Αφορμή για το άρθρο του P&Q στάθηκε η τελευταία έρευνα του Graduate Management Admission Council (GMAC), η οποία διεξήχθη ανάμεσα σε 4.135 απόφοιτους Σχολών Διοίκησης Επιχειρήσεων που πήραν το πτυχίο τους μετά το 2000. Η έκθεση του GMAC δίνει μια ρόδινη εικόνα για την αξία του MBA, λίγο - πολύ αυτό που θα περίμενε κανείς από τον Οργανισμό που διεξάγει τις εξετάσεις GMAT, έχοντας έτσι έννομο συμφέρον να θέλει να συγκεντρώσει περισσότερες αιτήσεις εισαγωγής στα μεταπτυχιακά προγράμματα. Αυτό όμως φυσικά δεν σημαίνει ότι η έρευνα του GMAC παρέχει αδιάσειστα στοιχεία για την αξία του MBA. Εξάλλου, σε ορισμένες κορυφαίες Σχολές Διοίκησης Επιχειρήσεων τα δίδακτρα και οι διαφυγούσες αποδοχές υπερβαίνουν κατά πολύ τα 300.000 δολάρια. Ας εξετάσουμε τους παρακάτω παράγοντες:
Καθεστώς απασχόλησης: Σύμφωνα με τον GMAC, το 86% των κατόχων MBA της τάξης του 2011 που συμμετείχαν στην έρευνα βρήκαν εργασία μετά την αποφοίτησή τους. Το ποσοστό αυτό είναι μικρότερο σε σχέση με την τάξη του 2010 (88%) και αντιστοιχεί σε ένα ποσοστό ανεργίας ύψους 14%—σχεδόν τριπλάσιο από το 5% για τους απόφοιτους κολεγίων, το οποίο ανακοινώθηκε πρόσφατα από το Κέντρο Εκπαίδευσης και Εργατικού Δυναμικού του Πανεπιστημίου Georgetown. Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 86% των αποφοίτων του 2011 που βρήκαν δουλειά, ένα 12% επέστρεψε στον προηγούμενο εργοδότη του: δεν είναι και η καλύτερη διαφήμιση για ένα πτυχίο που πλασάρεται ως σκαλοπάτι προς μια νέα σταδιοδρομία. Επιπλέον, η έρευνα του GMAC ενδέχεται να αντιμετωπίζει πρόβλημα αυτο-επιλογής (self-selection). Για σκεφτείτε το: ποιος είναι πιο πιθανό να πάρει μέρος σε μια έρευνα σχετικά με το καθεστώς απασχόλησής του, ένας εργαζόμενος ή ένας άνεργος;
Απαιτήσεις εργασίας: Ο GMAC αναφέρει ότι οι τρεις στους τέσσερις αποφοίτους της τάξης του 2011 που εργάζονται, δήλωσαν ότι δεν θα μπορούσαν να προσληφθούν στη δουλειά τους χωρίς μεταπτυχιακό στη διοίκηση επιχειρήσεων. Όμως το μόνο που αποδεικνύει αυτό είναι ότι οι κάτοχοι MBA δεν υποβάλλουν αιτήσεις εργασίας σε φαστφουντάδικα.
Οι θέσεις εργασίας αυτές καθαυτές: Σύμφωνα με την έρευνα του GMAC, η τάξη του 2011 απορροφήθηκε κατά κύριο λόγο (69%) σε θέσεις μέσης διοίκησης, ενώ το 21% προσλήφθηκε στην κατώτερη διοίκηση, το 8% στελέχωσε την ανώτερη διοίκηση και μόλις το 1% ανέλαβε κάποια θέση γενικού διευθυντή. Τα ποσοστά αυτά υστερούν σημαντικά σε σχέση με ένα χρόνο πριν, όταν οι θέσεις εργασίας στην κατώτερη διοίκηση καταλάμβαναν μόλις το 17% του συνόλου, το 14% της τάξης απορροφήθηκε στην ανώτερη διοίκηση και το 3% ανέλαβε θέσεις γενικού διευθυντή.
Απόδοση της επένδυσης: Για τους περισσότερους, η «αξία» ενός MBA μεταφράζεται σε οικονομικούς όρους. Ο Dave Wilson, πρόεδρος και CEO του GMAC, αναφέρει σε δήλωσή του ότι τα αποτελέσματα της έρευνας «δείχνουν ότι ένα μεταπτυχιακό δίπλωμα διοίκησης επιχειρήσεων είναι μια γερή επένδυση στο μέλλον, τόσο σε καιρούς οικονομικής ευημερίας όσο και σε δύσκολες εποχές». Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Ο μέσος μισθός των κάτοχων MBA πλήρους φοίτησης της τάξης του 2011 –όσων εργάζονταν– ήταν $79.806 ετησίως, το οποίο αντιστοιχεί σε ετήσια πτώση $4.533 ή 5,4% (και αυτό χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο πληθωρισμός). Ο GMAC υπολόγισε επίσης την απόδοση της επένδυσης, την οποία χαρακτήρισε «εξαιρετική». Οι απόφοιτοι ανέκτησαν το ένα τρίτο της επένδυσής τους στις σχολές διοίκησης επιχειρήσεων μέσα σε ένα έτος από την αποφοίτησή τους, το 100% μετά από τέσσερα χρόνια και διπλασίασαν τα χρήματά τους μετά από μια δεκαετία.
Ωστόσο, τα ανωτέρω στοιχεία βασίζονται στις εκτιμήσεις των αποφοίτων που συμμετείχαν στην έρευνα• δεν πρόκειται για αναλυτικό υπολογισμό του πραγματικού κόστους και των οικονομικών οφελών του μεταπτυχιακού. Οι πρόχειρες εκτιμήσεις των αποφοίτων θα μπορούσαν να είναι ακριβείς, ή να απέχουν πολύ από την πραγματικότητα (εάν, παραδείγματος χάρη, οι συμμετέχοντες δεν προσμέτρησαν τις διαφυγούσες αποδοχές στο κόστος του πτυχίου). Είναι αδύνατον να γνωρίζουμε με βεβαιότητα. Όμως ακόμη και αν οι υπολογισμοί τους είναι ακριβείς, αυτό δεν σημαίνει και πολλά. Ο διπλασιασμός του κεφαλαίου σε δέκα χρόνια είναι λίγο λιγότερο από μια μέτρια απόδοση επένδυσης της τάξης του 8% ετησίως. Εκτός αυτού, σε αντίθεση με άλλες επενδύσεις, ένα MBA είναι κάθε άλλο παρά ρευστοποιήσιμη επένδυση: όταν το πληρώσεις δεν υπάρχει επιστροφή.
Οι φοιτητές των μεταπτυχιακών προγραμμάτων διοίκησης επιχειρήσεων θέλουν να πιστεύουν ότι, όταν ξοδεύουν μια μικρή περιουσία για το πτυχίο τους, κάνουν μια έξυπνη επένδυση στο μέλλον. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό μπορεί να ισχύει, ιδίως στις κορυφαίες Σχολές όπου ο υπολογισμός της απόδοσης της επένδυσης είναι πιο ευνοϊκός. Όμως τα στοιχεία δεν επιφυλάσσουν σε όλους την ίδια τύχη. Η αισιοδοξία είναι βαθιά ριζωμένη στη συνείδηση των αποφοίτων MBA, όμως στην προκειμένη περίπτωση είναι αδικαιολόγητη.
Πηγή : capital.gr – Αποκλειστική συνεργασία με Bloomberg Businessweek
Επιμέλεια : Συντακτική Ομάδα Mykonos Ticker
Πρόσφατα ένα άρθρο στο Poets & Quants έθετε την εξής ερώτηση: «Αξίζει ακόμη να έχει κανείς MBA;» για να καταλήξει στο συμπέρασμα: «Φυσικά και αξίζει, απαντούν οι απόφοιτοι». Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά......
Αφορμή για το άρθρο του P&Q στάθηκε η τελευταία έρευνα του Graduate Management Admission Council (GMAC), η οποία διεξήχθη ανάμεσα σε 4.135 απόφοιτους Σχολών Διοίκησης Επιχειρήσεων που πήραν το πτυχίο τους μετά το 2000. Η έκθεση του GMAC δίνει μια ρόδινη εικόνα για την αξία του MBA, λίγο - πολύ αυτό που θα περίμενε κανείς από τον Οργανισμό που διεξάγει τις εξετάσεις GMAT, έχοντας έτσι έννομο συμφέρον να θέλει να συγκεντρώσει περισσότερες αιτήσεις εισαγωγής στα μεταπτυχιακά προγράμματα. Αυτό όμως φυσικά δεν σημαίνει ότι η έρευνα του GMAC παρέχει αδιάσειστα στοιχεία για την αξία του MBA. Εξάλλου, σε ορισμένες κορυφαίες Σχολές Διοίκησης Επιχειρήσεων τα δίδακτρα και οι διαφυγούσες αποδοχές υπερβαίνουν κατά πολύ τα 300.000 δολάρια. Ας εξετάσουμε τους παρακάτω παράγοντες:
Καθεστώς απασχόλησης: Σύμφωνα με τον GMAC, το 86% των κατόχων MBA της τάξης του 2011 που συμμετείχαν στην έρευνα βρήκαν εργασία μετά την αποφοίτησή τους. Το ποσοστό αυτό είναι μικρότερο σε σχέση με την τάξη του 2010 (88%) και αντιστοιχεί σε ένα ποσοστό ανεργίας ύψους 14%—σχεδόν τριπλάσιο από το 5% για τους απόφοιτους κολεγίων, το οποίο ανακοινώθηκε πρόσφατα από το Κέντρο Εκπαίδευσης και Εργατικού Δυναμικού του Πανεπιστημίου Georgetown. Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 86% των αποφοίτων του 2011 που βρήκαν δουλειά, ένα 12% επέστρεψε στον προηγούμενο εργοδότη του: δεν είναι και η καλύτερη διαφήμιση για ένα πτυχίο που πλασάρεται ως σκαλοπάτι προς μια νέα σταδιοδρομία. Επιπλέον, η έρευνα του GMAC ενδέχεται να αντιμετωπίζει πρόβλημα αυτο-επιλογής (self-selection). Για σκεφτείτε το: ποιος είναι πιο πιθανό να πάρει μέρος σε μια έρευνα σχετικά με το καθεστώς απασχόλησής του, ένας εργαζόμενος ή ένας άνεργος;
Απαιτήσεις εργασίας: Ο GMAC αναφέρει ότι οι τρεις στους τέσσερις αποφοίτους της τάξης του 2011 που εργάζονται, δήλωσαν ότι δεν θα μπορούσαν να προσληφθούν στη δουλειά τους χωρίς μεταπτυχιακό στη διοίκηση επιχειρήσεων. Όμως το μόνο που αποδεικνύει αυτό είναι ότι οι κάτοχοι MBA δεν υποβάλλουν αιτήσεις εργασίας σε φαστφουντάδικα.
Οι θέσεις εργασίας αυτές καθαυτές: Σύμφωνα με την έρευνα του GMAC, η τάξη του 2011 απορροφήθηκε κατά κύριο λόγο (69%) σε θέσεις μέσης διοίκησης, ενώ το 21% προσλήφθηκε στην κατώτερη διοίκηση, το 8% στελέχωσε την ανώτερη διοίκηση και μόλις το 1% ανέλαβε κάποια θέση γενικού διευθυντή. Τα ποσοστά αυτά υστερούν σημαντικά σε σχέση με ένα χρόνο πριν, όταν οι θέσεις εργασίας στην κατώτερη διοίκηση καταλάμβαναν μόλις το 17% του συνόλου, το 14% της τάξης απορροφήθηκε στην ανώτερη διοίκηση και το 3% ανέλαβε θέσεις γενικού διευθυντή.
Απόδοση της επένδυσης: Για τους περισσότερους, η «αξία» ενός MBA μεταφράζεται σε οικονομικούς όρους. Ο Dave Wilson, πρόεδρος και CEO του GMAC, αναφέρει σε δήλωσή του ότι τα αποτελέσματα της έρευνας «δείχνουν ότι ένα μεταπτυχιακό δίπλωμα διοίκησης επιχειρήσεων είναι μια γερή επένδυση στο μέλλον, τόσο σε καιρούς οικονομικής ευημερίας όσο και σε δύσκολες εποχές». Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Ο μέσος μισθός των κάτοχων MBA πλήρους φοίτησης της τάξης του 2011 –όσων εργάζονταν– ήταν $79.806 ετησίως, το οποίο αντιστοιχεί σε ετήσια πτώση $4.533 ή 5,4% (και αυτό χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο πληθωρισμός). Ο GMAC υπολόγισε επίσης την απόδοση της επένδυσης, την οποία χαρακτήρισε «εξαιρετική». Οι απόφοιτοι ανέκτησαν το ένα τρίτο της επένδυσής τους στις σχολές διοίκησης επιχειρήσεων μέσα σε ένα έτος από την αποφοίτησή τους, το 100% μετά από τέσσερα χρόνια και διπλασίασαν τα χρήματά τους μετά από μια δεκαετία.
Ωστόσο, τα ανωτέρω στοιχεία βασίζονται στις εκτιμήσεις των αποφοίτων που συμμετείχαν στην έρευνα• δεν πρόκειται για αναλυτικό υπολογισμό του πραγματικού κόστους και των οικονομικών οφελών του μεταπτυχιακού. Οι πρόχειρες εκτιμήσεις των αποφοίτων θα μπορούσαν να είναι ακριβείς, ή να απέχουν πολύ από την πραγματικότητα (εάν, παραδείγματος χάρη, οι συμμετέχοντες δεν προσμέτρησαν τις διαφυγούσες αποδοχές στο κόστος του πτυχίου). Είναι αδύνατον να γνωρίζουμε με βεβαιότητα. Όμως ακόμη και αν οι υπολογισμοί τους είναι ακριβείς, αυτό δεν σημαίνει και πολλά. Ο διπλασιασμός του κεφαλαίου σε δέκα χρόνια είναι λίγο λιγότερο από μια μέτρια απόδοση επένδυσης της τάξης του 8% ετησίως. Εκτός αυτού, σε αντίθεση με άλλες επενδύσεις, ένα MBA είναι κάθε άλλο παρά ρευστοποιήσιμη επένδυση: όταν το πληρώσεις δεν υπάρχει επιστροφή.
Οι φοιτητές των μεταπτυχιακών προγραμμάτων διοίκησης επιχειρήσεων θέλουν να πιστεύουν ότι, όταν ξοδεύουν μια μικρή περιουσία για το πτυχίο τους, κάνουν μια έξυπνη επένδυση στο μέλλον. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό μπορεί να ισχύει, ιδίως στις κορυφαίες Σχολές όπου ο υπολογισμός της απόδοσης της επένδυσης είναι πιο ευνοϊκός. Όμως τα στοιχεία δεν επιφυλάσσουν σε όλους την ίδια τύχη. Η αισιοδοξία είναι βαθιά ριζωμένη στη συνείδηση των αποφοίτων MBA, όμως στην προκειμένη περίπτωση είναι αδικαιολόγητη.
Πηγή : capital.gr – Αποκλειστική συνεργασία με Bloomberg Businessweek
Επιμέλεια : Συντακτική Ομάδα Mykonos Ticker