22 Ιουν 2015

Νίκος Ξυδάκης: Εισήγηση στο συνέδριο “Η πρωτοβουλία των Δελφών”

Από το 2010 ως τα μισά του 2015 αλλάξαμε πολύ. Όχι μόνο ατομικά, αλλά και συλλογικά, σαν κοινωνία. Για πολλούς, η κρίση βιώθηκε........ σαν καταστροφή έχασαν τη δουλειά τους, είδαν την επιχείρησή τους ή το επιτήδευμά τους να φθίνει, δεν καταφέρνουν να τα φέρουν βόλτα, αισθάνονται ότι χάνουν την αξιοπρέπειά τους. 
 
Για πολλούς περισσότερους η κρίση σήμανε την συρρίκνωση των προσδοκιών και την αδυναμία σχεδιασμού του μέλλοντος, σήμανε την είσοδό τους σε μια περιοχή φόβου και επισφάλειας, ακόμη κι αν διατηρούν τη δουλειά τους, ακόμη κι αν μπορούν να συντηρήσουν κάποιο ευπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Για μια μερίδα, μάλλον την πιο ολιγάριθμη, η κρίση δεν άλλαξε τις ορίζουσες του βίου, αλλά ακόμη κι αυτοί κατά βάθος δεν έχουν μείνει ανέπαφοι συναισθηματικά και διανοητικά.

Όλες αυτές οι ατομικότητες, διαφοροποιημένες ποιοτικά και με διαφορετική ένταση, επηρεαζόμενες από εξωχώριες επιδράσεις, από καχεκτικούς θεσμούς προστασίας και δικαιοσύνης, συνθέτουν στα μέσα του 2015 μια κοινωνία πολύ διαφορετική από την κοινωνία προ του 2010. Πρόκειται καταρχάς για μια κοινωνία που έχει χάσει σε μεγάλο βαθμό τις αυταπάτες και τα αυτονόητα της προ κρίσης εποχής· ταυτοχρόνως, έχει κλονιστεί το αξιακό σύστημα, έστω αυτό της άκοπης ευμάρειας και της πίστης στην γραμμική πρόοδο, μαζί ωστόσο με θεμιτές προσδοκίες και κανονικότητες, ιστορικά θεμελιωμένες. Το έδαφος τρέμει.

Και πρόκειται επίσης για μια κοινωνία που χαράζεται από καινοφανείς ταξικές τομές: το απέραντο μικρομεσαίο πλήθος διασπάστηκε βίαια και αιφνιδιαστικά, σε πολλών ειδών ομάδες: σε ολοσχερώς αδύναμους, σε νεόπτωχους, σε χρόνια άνεργους, σε επισφαλείς- πρεκάριους, σε μερικώς απασχολούμενους, σε συντηρούμενους με συντάξεις γονέων, σε προσωρινά σωζόμενους, σε διασωθέντες. Σε ένα πλήθος νεοπληβείων.

Όλες τούτες οι φανερές υλικές αλλαγές, και οι άδηλες ψυχοδιανοητικές μαζί, οδηγούν αναπόδραστα σε έναν καινοφανή ρευστό κοινωνικό σχηματισμό, με νέες ορίζουσες και νέους διαχωρισμούς, ο οποίος αναζητεί σύστοιχες πολιτικές εκφράσεις. Η μετατόπιση ήταν φανερή ήδη από τις διπλές εκλογές του 2012, ιδίως τον Μάιο, όταν κονιορτοποιήθηκε το παλαιό πολιτικό σύστημα και άλλαξε όλη η γεωγραφία της Μεταπολίτευσης. Θα ήταν σφάλμα να αποδώσουμε την τέτοιας έκτασης αναδιάταξη μόνο σε οργή, αγανάκτηση ή τιμωρητική διάθεση.
Το διεθνές περιβάλλον

Τις τελευταίες μέρες η ιστορία επύκνωσε και επιταχύνθηκε, πάλι, με τρόπους που θυμίζουν μεν στιγμές της παρελθούσας πενταετίας, αλλά και τις υπερβαίνουν. Η κρίση συνεχίζεται· άλλωστε κανείς προσεκτικός παρατηρητής μετά το 2010 δεν πίστεψε ότι αυτή η κρίση με τα πανευρωπαϊκά και διεθνή χαρακτηριστικά θα παρήρχετο σύντομα ή ανώδυνα ― το αντίθετο.

Καταρχάς είναι ταραγμένη η ίδια η Ευρώπη, στην οποία είναι βαθιά ενσωματωμένη η Ελλάδα, οικονομικά και πολιτικά, τουλάχιστον από το 1979, και πολύ περισσότερο στη διάρκεια των τελευταίων πέντε μνημονιακών χρόνων.

Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ανέδειξε τις δομικές ασυμμετρίες του ευρωπαϊκού οικονομικού ολοκληρώματος, αλλά και την επιδεινούμενη θέση της ηπείρου στον παγκόσμιο καταμερισμό ισχύος και πλούτου. Ο κλονισμός των μεγάλων χωρών του ευρωπαϊκού πυρήνα, ιδίως της Γαλλίας και της Ιταλίας, ανατρέπουν την ισορροπία δυνάμεων, αλλά όχι αναγκαστικά προς όφελος της Γερμανίας. Η Γερμανία υπό το βάρος των ευρωπαϊκών προβλημάτων, αναγκαζόμενη επιπλέον από τις ΗΠΑ να πάρει αποστάσεις από τη Ρωσία και να της επιβάλει κυρώσεις, βρίσκεται μόνη της να υπερασπίζεται τα βραχυπρόθεσμα εθνικά και χρηματοπιστωτικά της συμφέροντας πέραν ή και εναντίον των Ευρωπαίων εταίρων της. 
 
Η «σκληρή» στάση της Γερμανίας είναι ουσιαστικά συνέχιση της απόφασης που ελήφθη κατά την έναρξη της κρίσης: ο καθένας για τον εαυτό του. Έκτοτε η δοκιμασία μετετέθη στα κράτη-μέλη και στους δεσμούς συνοχής της ευρωζώνης.

Δεύτερον, η κρίση μπορεί να αναγνωσθεί και σαν μια φάση ολοκλήρωσης της νεοφιλελεύθερης ολοκλήρωσης, που ξεκινά με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και επιταχύνεται μετά την επανένωση της Γερμανίας και οπωσδήποτε μετά την απειλή του κραχ του 2008.

Για την Ελλάδα επιπλέον σημασία έχει η κλιμακούμενη γεωπολιτική αστάθεια στη Μέση Ανατολή και στη ΝΑ Μεσόγειο, και η εκ παραλλήλου ρευστή έως επιθετική στάση της γείτονος Τουρκίας. Οι γεωπολιτικές τρύπες στο Ιράκ και τη Συρία, η τήξη των συνόρων, το ογκούμενο ρεύμα προσφύγων πολέμου, η τουρκική διεκδίκηση ρόλου στα Βαλκάνια αλλά και οι προσφερόμενες διευκολύνσεις στο ΙΣΙΣ, η ανάδυση του Ισλαμικού Κράτους, είναι μερικές μόνο όψεις της κρίσης που διηθείται στην Ελλάδα από τον Νότο και την Ανατολή. Τέλος, μακάρι να μπορούσαμε να θεωρήσουμε τα Βαλκάνια ως ζώνη σταθερότητας, αλλά ούτε αυτό είναι δεδομένο, όπως είδαμε πρόσφατα.
Προκλήσεις και καθήκοντα



Τούτων δοθέντων, ο ελληνικός λαός βρίσκεται αντιμέτωπος με μια ιστορική πρόκληση· η χρεοκοπία ήταν ο δικός της παράδοξος ελκυστής. Η πρόκληση: Πώς θα σταθεί η χώρα στο διεθνές περιβάλλον, με ποιες συμμαχίες και σε ποιους συσχετισμούς ισχύος, αφενός. Αφετέρου, πώς θα ανακαινίσει τον οίκο του, εξυγιαίνοντας το κράτος και ανασυγκροτώντας τον παραγωγικό ιστό, για να σταθεί στον μεταβαλλόμενο κόσμο.

Το δεύτερο καθήκον, το εσωτερικό, αλλά και το πρώτο, προϋποθέτει μια κοινωνία που συνειδητοποιεί και αντιλαμβάνεται την ένταση των προκλήσεων. Βεβαίως, δεν είναι δυνατόν όλα τα κοινωνικά στρώματα να έχουν κοινή αντίληψη και προσέγγιση σε όλα τα θέματα, αλλά μερικά ζητήματα, τα κρισιμότερα, αφορούν όλους.

Είχαμε περιγράψει παλαιότερα, στο ξέσπασμα της κρίσης, την ανάγκη για ενίσχυση του φρονήματος και για μια νέα γενική διάνοια. 
 
Παράλληλα, είχαμε επισημάνει συχνά τον φόβο για την πάντα ελλοχεύουσα διχόνοια, τον διαρκή διχασμό χαμηλής έντασης, ένα χαρακτηριστικό της νεότερης ιστορίας, που το είχαμε μισολησμονήσει και που ασφαλώς δεν είναι μόνο ελληνικό. Εν πάση περιπτώσει, όλα δείχνουν ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας νέας ιστορικής φάσης, που άρχισε το 2008-10 και δεν πρόκειται να κλείσει σύντομα ή εύκολα.

 
 
Ωστόσο, τώρα συνειδητοποιούμε εναργέστερα ότι η μέχρι τούδε δοκιμασία, με τον πόνο και τη σύγχυση που έχει σωρεύσει, προσφέρει ένα δίδαγμα, υπό τη μορφή ερωτήματος-πρόκλησης:

Μπορούμε να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για επανεκκίνηση, για ανακαίνιση, της οικονομίας, της κοινωνίας, του δημοκρατικού κράτους; Μπορούμε να ανατρέψουμε, ή να ανασχέσουμε τουλάχιστον, τη βραχυμεσοπρόθεσμη δυσμενή τάση που διαμορφώνουν η μετανάστευση των νέων, η δημογραφική φθίση, η διοικητική καχεξία, η απουσία εθνικού παραγωγικού σχεδίου; Προ πάντων: 
 
Μπορούμε να ανατρέψουμε ―όχι να ανασχέσουμε― τη διάχυτη μοιρολατρία, τη θλίψη και τον αυτοοικτιρμό, αλλά συστοίχως και την τυφλή οργή, το μίσος, την εκδικητικότητα, τον κερματισμό και την εξαίρεση;


Οι απαντήσεις σε αυτά τα επιτακτικά, σκληρά ερωτήματα οφείλουν να δοθούν από τους Έλληνες πολίτες καταρχάς προς τους εαυτούς τους, με το βλέμμα στο μέλλον, δηλαδή στους νέους και την ιστορική συνέχεια, δηλαδή στο αν θέλουμε να ανασυγκροτήσουμε τους όρους υγιούς αναπαραγωγής της κοινωνίας. Είναι το διαρκώς επανερχόμενο ζήτημα της ενεργού βούλησης και της απόφασης. Η έκφρασή τους θα διαμορφώσει τα πολιτικά υποκείμενα του νέου ιστορικού κύκλου.

Πιο συγκεκριμένα, για την κυβέρνηση της Αριστεράς του Αλέξη Τσίπρα, η ιστορική πρόκληση εντοπίζεται περισσότερο προς την κατεύθυνση του εσωτερικού μετώπου. Δηλαδή, αν θα κατορθώσει να φέρει εις πέρας ένα τιτάνιο έργο επανίδρυσης του δημοκρατικού κράτους, και ανασυγκρότησης του παραγωγικού ιστού. 
 
Αυτό το έργο αναγκαστικά, περνά από την καταστολή ή τουλάχιστον την αποφασιστική περιστολή της εγχώριας ολιγαρχίας, της κλεπτοκρατικης ελίτ, σύμφωνα με τον Σταύρο Λυγερό, της ελίτ που εξάγει τον πλούτο αντί να τον παράγει, σύμφωνα με τον Γεράσιμο Αρσένη.

Η επιτυχής απάντηση σε αυτές τις προκλήσεις μπορεί να οδηγήσει σε αναγέννηση της βαριά λαβωμένης δημοκρατίας και σε απελευθέρωση υγιών κοινωνικών δυνάμεων, από τους τώρα απογοητευμένους και κατάκοπους Έλληνες, είτε τους μέσηλικες, είτε τους νέους που αποδημούν.

Μια σκέψη για το άμεσο μέλλον
Μάθαμε να λέμε μετά το κραχ του 2008, ότι η πολιτική υπακούει στα κελεύσματα και τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις των αγορών. Κάποιοι συγγραφείς το περιγράφουν ως μεταδημοκρατία και, πρόσφατα, ως τυραννία των μεγάλων εταιρειών. Υπάρχει μια επιπλέον διάσταση: η πολιτική έχει μετατραπεί σε διαμάχη ομάδων συμφερόντων, η πολιτική έχει χάσει τον καθολικό και ενοποιητικό της χαρακτήρα. 
 
Κάθε ομάδα συμφερόντων, λόμπι ισχυρών ή συντεχνία, διεκδικεί για λογαριασμό της μια προνομιακή μερίδα παροχών του κράτους πρόνοιας ή των κρατικών επενδυτικών πόρων, και κατά τη διεκδίκηση αυτή αποκλείει όχι μόνο κάθε άλλη ομάδα, αλλά, ακόμη χειρότερα, αποκλείει τη δυνατότητα να αρθρωθεί ένας καθολικός πολιτικός λόγος, να διατυπωθούν διεκδικήσεις με οικουμενικό χαρακτήρα, που θα αφορούν ολόκληρη την κοινωνία και όχι μεμονωμένες ομάδες. 
 
Ο συντεχνιασμός, τα προνόμια προστατευμένων θυλάκων, τα ολιγοπώλια, η νομή της εξουσίας και των δημόσιων πόρων από αυτοαναπαραγόμενες ελίτ, ο κατακερματισμός εντέλει του κοινωνικού σώματος, είναι αιτίες της κρίσης που θα πρέπει να αρθούν.

Η έξοδος από την κρίση δεν εξαρτάται μόνο από τη ρύθμιση του χρέους· εξαρτάται πρωτίστως από την λυσιτελή πολιτική έκφραση των νέων κοινωνικών υποκειμένων και από την αποτελεσματική σύνθεση των επιμέρους θεμιτών διεκδικήσεων σε μια πανεθνική επιδίωξη, με αξίωση καθολικότητας, με φιλοδοξία διάρκειας και μακράς πνοής.

Ας θυμηθούμε τον Παναγιώτη Κονδύλη, του 1991: «Δεν υπάρχει καμιά τελειωτική λύση και καμιά ευτυχία που να μη διατρέχει κινδύνους. Όποιος πιστεύει στην ύπαρξη τελειωτικών λύσεων φοβάται απλώς ότι θα χάσει τη βεβαιότητα μιας ευτυχίας χωρίς κινδύνους.» (Ισχύς και απόφαση, 1991)
Ανατρέχουμε στον Παναγιώτη Κονδύλη (1943-1998). 
 
Μια καίρια επισήμανσή του, μεταξύ πολλών άλλων, για την τύχη του έθνου-κράτους στην πλανητική εποχή, προοικονομεί, 16 χρόνια νωρίτερα, την πρόσφατη ανάλυση του Μαρκ Μαζάουερ (εδώ και εδώ).

«Το ζήτημα δεν είναι αν ‘το έθνος’, γενικά κι αφηρημένα, μπορεί να επιβιώσει ή όχι, αλλά αν τούτο ή εκείνο το υφιστάμενο έθνος εκπληρώνει ή όχι τους όρους της βιώσιμης πολιτικής μονάδας μέσα στην πλανητική εποχή […] 
 
Εθνικά κράτη, τα οποία τελούν υπό έμπρακτη πολιτική και οικονομική εξάρτηση: Tο αν θα στέρξουν στη μοίρα τους αυτή, ώστε τουλάχιστον με την υποταγή τους σε μιαν ισχυρότερη δύναμη να μην αποκοπούν ολότελα από την πλανητική εξέλιξη, ή αν θα εξεγερθούν εναντίον αυτής της μοίρας, γιατί θεωρούν τον οικουμενισμό των μεγάλων δυνάμεων μέσο επεκτατισμού και εκβιασμού – αυτό δεν θα το αποφασίσει μόνον η ψυχρή λογική του συμφέροντος, αλλά και βαθύρριζα συναισθήματα. 
 
Επίσης, ανοιχτό είναι το ζήτημα αν η εξέγερση εξυπηρετεί καλύτερα τη συντήρηση της παραδοσιακής ταυτότητας από ό,τι την εξυπηρετεί η υποταγή. Γιατί η εξέγερση, αν θέλει να είναι επιτυχής, απαιτεί γρήγορο εκσυγχρονισμό, ενώ η εκούσια υποταγή μπορεί να συνοδεύεται από την ανακαίνιση παραδοσιακών ψευδοπροσόψεων για λόγους ψυχικής υπεραναπλήρωσης και τουριστικής αξιοποίησης (παράδειγμα η σημερινή Ελλάδα).» (4.7.1996, Καθημερινή)
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...