26 Οκτ 2012

Σαν σήμερα το 1957 αφήνει την τελευταία του πνοή ο Νίκος Καζαντζάκης (Videos)

«Να ‘μαστε απροσάρμοστοι να η μεγάλη αρετή μας.
Να μη βολευόμαστε, να ‘μαστε ανυπόμονοι, σκληροί, γιομάτοι ανησυχία και πίστη, να ΄θεμε τα αδύνατα, σαν τους ερωτευμένους......

Να ξέρουμε πως ότι λένε σήμερα δικαιοσύνη είναι οργανωμένη αδικία κι ότι λένε ηθική είναι η βολική ταπεινή συνεννόηση των ανάνδρων... Και να μην το ανεχόμαστε…

Ποιοί θα νικήσουν; Οι πιο σοφοί, οι πιο πολλοί, οι πιο ξύπνιοι, οι πιο δυνατοί;
Θα νικήσουν όσοι πιστεύουν.

Αχ, πότε θα συνεργαστούμε όλοι μαζί σε μια επίθεση!»
Νίκος Καζαντζάκης
Σαν σήμερα, στις 26.10.57 πέθανε απ’ τους σπουδαιότερους, σημαντικότερους και μεγαλύτερους Έλληνες λογοτέχνες του 20ού αιώνα. Ο Νίκος Καζαντζάκης.

Υπήρξε, ίσως ο πιο αμφιλεγόμενος Έλληνας συγγραφέας, που στο πρόσωπο του συγκέντρωσε φανατικούς αντιπάλους.

Από την άλλη έτυχε παγκόσμιας αναγνώρισης και προτάθηκε από την Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών το 1946 για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας μαζί με το Σικελιανό, ενώ το συγγραφικό του έργο μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες και πολλά από τα μυθιστορήματά του έγιναν επιτυχημένες κινηματογραφικές ταινίες ή διασκευάστηκαν σε θεατρικά έργα.

Πίσω του άφησε ένα τεράστιο λογοτεχνικό έργο με τα βιβλία του «Ασκητική» (1927), «Οι Αδερφοφάδες», «Θέλει λέει να’ ναι ελεύθερος, σκοτώστε τον!», (1963), «Συμπόσιον (1973)», «Ο Τελευταίος Πειρασμός» (1951), «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» (1948) και αρκετά άλλα.

«Το νέο πρόσωπο του Θεού μου, όπως συχνά Σου ‘γραψα, είναι ένας αργάτης που πεινάει, δουλέβει κ’ εξανίσταται.

Ένας αργάτης που μυρίζει καπνό και κρασί, σκοτεινός, δυνατός, όλος επιθυμίες και δίψα εκδίκησης. Είναι σαν τους παλιούς ανατολίτες αρχηγούς με προβιές στα πόδια, με διπλό τσεκούρι στη δερματένια ζώνη, ένας Τσιγκισχάνος, που οδηγάει καινούργιες ράτσες που πεινούν και γκρεμίζει τα παλάτια και τα κελάρια των χορτασμένων κι αρπάζει τα χαρέμια των ανίκανων. Είναι σκληρός ο Θεός μου, όλος πάθος και θέληση, χωρίς συβιβασμούς, ανένδοτος. Η Γης τούτη είναι το χωράφι του, ουρανός και Γης είναι ένα». 
Αυτά γράφει, ο Νίκος Καζαντζάκης, σε γράμμα του προς τη στην πρώτη του σύζυγο, την Γαλάτεια, από τη Γερμανία.

«Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, απάνω σ’ ένα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η γης μας. τ’ άλλα φύλλα είναι τ’ αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα. Σουρνόμαστε απάνω στο φυλλαράκι μας, και το ψαχουλεύουμε με λαχτάρα τ’ οσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει, το γευόμαστε, τρώγεται, το χτυπούμε, αντηχάει και φωνάζει σαν πράμα ζωντανό. Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρόμητοι, φτάνουν ως την άκρα του φύλλου. Από την άκρα αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος.

Ανατριχιάζουμε. Μαντεύουμε κάτω μας το φοβερό γκρεμό, ακούμε ανάρια ανάρια το θρο που κάνουν τα φύλλα του γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε το χυμό ν’ ανεβαίνει από τις ρίζες του δέντρου και να φουσκώνει την καρδιά μας. Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει… ο μεγάλος κίντυνος. Άλλοι ζαλίζουνται και παραμιλούν, άλλοι φοβούνται και μοχτούν να βρουν μιαν απάντηση, που να τους στυλώνει την καρδιά και λένε: «Θεός».

Άλλοι κοιτάζουν από την άκρα του φύλλου το γκρεμό ήσυχα, παλικαρίσια και λένε: Μου αρέσει.»


Ν. Καζαντζάκης – απόσπασμα από το «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»
Πενήντα εννέα χρόνια έχουν περάσει από την ημέρα που έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος Έλληνας μυθιστοριογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης (26 Οκτωβρίου 1957).

Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 18 Φεβρουαρίου του 1883. Ήταν γιος του εμπόρου γεωργικών προϊόντων και κρασιού Μιχάλη Καζαντζάκη και της Μαρίας και είχε δύο αδελφές.....
Στο Ηράκλειο τελείωσε το γυμνάσιο και το 1902 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ξεκίνησε νομικές σπουδές. Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1906 δημοσιεύοντας το δοκίμιο «Η Αρρώστια του Αιώνος» και το πρώτο του μυθιστόρημα «Όφις και Kρίνο», σύμφωνα με τη Wikipedia. Τον επόμενο χρόνο ξεκίνησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι.
Το 1919, ο Ελευθέριος Βενιζέλος τον διόρισε γενικό διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως με αποστολή τον επαναπατρισμό Ελλήνων από την περιοχή του Καυκάσου. Οι εμπειρίες που αποκόμισε αξιοποιήθηκαν αργότερα στο μυθιστόρημά του «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται». Τον επόμενο χρόνο, μετά την ήττα του κόμματος των Φιλελευθέρων, ο Καζαντζάκης αποχώρησε από το Υπουργείο Περιθάλψεως και πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στην Ευρώπη.

Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, δραστηριοποιήθηκε έντονα στην ελληνική πολιτική ζωή, αναλαμβάνοντας την προεδρία της Σοσιαλιστικής Εργατικής Κίνησης, ενώ διετέλεσε και υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου της κυβέρνησης του Σοφούλη από τις 26 Νοεμβρίου του 1945 έως τις 11 Ιανουαρίου του 1946. Παραιτήθηκε από το αξίωμά του έπειτα από την ένωση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Τον Μάρτιο του 1945 προσπαθεί να πάρει μια θέση στην Ακαδημία της Αθήνας, αλλά αποτυγχάνει για δύο ψήφους. Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου παντρεύεται την Ελένη Σαμίου, στον Άι - Γιώργη τον Καρύτση, με κουμπάρους τον Άγγελο και την Άννα Σικελιανού.
Tρεις φορές προτάθηκε για το Βραβείο Νόμπελ. Την πρώτη από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, που τον είχε πρόεδρο, έχοντας συνυποψήφιό του τον Άγγελο Σικελιανό. Επίσης δύο φορές προτάθηκε, το 1952 και 1953, απ' τη Νορβηγική Εταιρεία Λογοτεχνών, ποτέ όμως απ' την Ακαδημία της Αθήνας. Τον επόμενο χρόνο διορίστηκε στην UNESCO με αποστολή την προώθηση μεταφράσεων κλασικών λογοτεχνικών έργων, με απώτερο στόχο τη γεφύρωση των διαφορετικών πολιτισμών. Παραιτήθηκε τελικά το 1948, προκειμένου να αφοσιωθεί στο λογοτεχνικό του έργο. Για τον σκοπό αυτό εγκαταστάθηκε στην Αντίμπ της Γαλλίας, όπου τα επόμενα χρόνια ακολούθησε μία ιδιαίτερα παραγωγική περίοδος, κατά την οποία ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος του πεζογραφικού του έργου.
Δείτε Video
 Κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος, με βάση αποσπάσματα από τον Kαπετάν Mιχάλη και το σύνολο του περιεχομένου του «Τελευταίου Πειρασμού» (1953), έργο το οποίο δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει στην Ελλάδα. Το 1954, η Ιερά Σύνοδος με έγγραφό της ζητούσε από την κυβέρνηση την απαγόρευση των βιβλίων του Νίκου Καζαντζάκη. Ο ίδιος ο Καζαντζάκης, απαντώντας στις απειλές της εκκλησίας για τον αφορισμό του, έγραψε σε επιστολή του: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να 'ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή, όσο η δική μου και να 'στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι, όσο είμαι εγώ». Τελικά, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν τόλμησε να προχωρήσει στον αφορισμό του Νίκου Καζαντζάκη, καθώς ήταν αντίθετος σε κάτι τέτοιο ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας.
Ο «Ζορμπάς» του Καζαντζάκη εκδόθηκε στο Παρίσι το 1947 και με την επανέκδοσή του, το 1954, βραβεύτηκε ως το καλύτερο ξένο βιβλίο της χρονιάς.

Το 1955, ο συγγραφέας μαζί με τον Κακριδή αυτοχρηματοδότησαν την έκδοση της μετάφρασης της Ιλιάδας, ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε τελικά στην Ελλάδα ο «Τελευταίος Πειρασμός».

Τον επόμενο χρόνο, τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης στη Βιέννη, ένα βραβείο το οποίο προερχόταν από το σύνολο των τότε Σοσιαλιστικών χωρών. Καθώς μία από αυτές ήταν η Κίνα, επιχείρησε δεύτερο ταξίδι εκεί τον Ιούνιο του 1957, προσκεκλημένος της κινεζικής κυβέρνησης.

Επέστρεψε με κλονισμένη την υγεία του προσβληθείς από λευχαιμία. Νοσηλεύτηκε στην Κοπεγχάγη της Δανίας και το Φράιμπουργκ της Γερμανίας, όπου τελικά κατέληξε στις 26 Οκτωβρίου του 1957 σε ηλικία 74 ετών.

Η σορός του μεταφέρθηκε στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας. Η γυναίκα του, Ελένη Καζαντζάκη, ζήτησε από την Εκκλησία της Ελλάδος να τεθεί η σορός του σε λαϊκό προσκύνημα, επιθυμία την οποία ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Θεόκλητος, απέρριψε. Τη σορό συνόδευσαν ο τότε υπουργός Παιδείας Αχιλλέας Γεροκωστόπουλος και ο ιερέας Σταύρος Καρπαθιωτάκης, ο οποίος αργότερα τιμωρήθηκε.
Στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη στον προμαχώνα Μαρτινέγκο, χαράχθηκε, όπως το θέλησε ο ίδιος, η επιγραφή: «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος»

Δείτε Video
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...